Please enable JS

Αλέξανδρος Πιεχόβιακ

Από την Αρχιτεκτονική στην Ηθοποιία.

Πόσο κοντά στον ρόλο σου αισθάνεσαι ως άνθρωπος στο σήριαλ “Συμπέθεροι από τα Τίρανα”;

Ο ρόλος που υποδύομαι στους «Συμπέθερους από τα Τίρανα» είναι αυτός του 18χρονου Νικόλα, ο οποίος εγκαταλείπει την επαρχία για να σπουδάσει νομική στην Αθήνα και παράλληλα προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τη σεξουαλική του ταυτότητα. Ηλικιακά απέχουμε 11 γεμάτα χρόνια αλλά ευτυχώς είμαι ακόμα σε θέση να τον ενσαρκώσω. Η ιδιοσυγκρασία του Νικόλα, η αναζητήση του εαυτού του, η ανασφάλεια του, η ανάγκη του για κάτι διαφορετικό, η πάλη του σε σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα είναι στοιχεία που πάλλονται στο εσωτερικό κάθε ανθρώπου, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Έτσι και σε μένα. Όντας 29 χρονών, προσπαθώ να μην παγιώνω τις αντιλήψεις μου, να μη νεκρώνω τα όνειρα μου και να μη θεωρώ δεδομένη τη θέση μου. Η συνάντηση μου με τον Νικόλα με έφερε πιο κοντά στην ηλικία όπου και εγώ πακέταρα τα πράγματά μου, εγκαταλείποντας την επαρχία, με όλα τα όνειρα μου να ξετυλίγονται στις υποσχέσεις μιας μεγαλύτερης πόλης.

Στην δεύτερη σειρά που παίζεις στο ‘’Άσε μας ρε μαμά’’, ποιος είναι ο δικός σου ρόλος;

Έδω έρχεται να καταλάβει χώρο στη συζήτηση ο 25χρονος Λευτέρης Ταβουλαρέας. Είναι ο μικρότερος γιός της Ρωξάνης, που υποδύεται η Παναγιώτα Βλαντή. Ο βενιαμίν της οικογένειας, ο οποίος χρησιμοποιεί τη γοητεία του, τα επικοινωνιακά του μέσα αλλά και την ενσυναίσθηση του για να πετύχει αυτό που θέλει. Το «παιδί της μαμάς» που δεν του χαλάει ποτέ χατίρι. Σε όλες τις παρέες υπάρχει αυτό το άτομο που με την ανοιχτή του καρδιά, με το εκτός τόπου και χρόνου σχόλιο, με τις αμήχανες πράξεις του καταφέρνει να κερδίσει τους πάντες αλλά να είναι παράλληλα και ο εξισορροπητικός παράγοντας. Ακριβώς αυτός είναι ο Λευτέρης. Με τη ζεστή του καρδιά αντιλαμβάνεται κατευθείαν τη διάθεση των άλλων, βουτάει στα προβλήματα τους και δημιουργεί τις κατάλληλες άμυνες για να μη φανερώσει τις προσωπικές του ευαισθησίες.

Στο θέατρο φέτος έχεις ασχοληθεί με σκηνικά και κουστούμια σε δύο παραστάσεις στο Κρατικό θεάτρο Βορείου Ελλάδας, “Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άμπα” και στο Από Μηχανής Θέατρο, στο “Ηomos, στην Ελλάδα Όλοι”, στην Αθήνα. Γιατί αποφάσισες να δουλέψεις πάνω σε αυτό το αντικείμενο;

Για να αποφοιτήσει κάποιος από τη δραματική σχολή του Κ.Θ.Β.Ε οφείλει να παρουσιάσει ένα έργο εξ ολοκλήρου επιμελημένο από τον ίδιο. Σκηνοθετικά, ερμηνευτικά, φωτιστικά, σκηνογραφικά τα πάντα. Νομίζω πως σε αυτό το σημείο ήταν που κόλλησα και το μικρόβιο της σκηνογραφίας. Σίγουρα συνέβαλε σε αυτό και το αρχιτεκτονικό μου υπόβαθρο. Έτσι αποφοιτώντας από τη δραματική σχολή σε μια πανδημική εποχή όπου οι ευκαιρίες για τους νέους δημιουργούς ήταν μηδαμινές μπόρεσα να διοχετεύσω την ανάγκη μου για δημιουργία στη σκηνογραφία ξεκινώντας επαγγελματικά με ‘’Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα’’ στο Κ.Θ.Β.Ε, μετά από πρόταση για συνεργασία από την σκηνοθέτρια του έργου, Εύη Σαρμή. Και στη συνέχεια χωρίς δεύτερη σκέψη δέχτηκα την πρόταση του Αντώνη Γαλέου για το ‘’Homos, στην Ελλάδα Όλοι’’. Νομίζω ότι αυτό που με γοητεύει στη σκηνογραφία πέρα από το γεγονός ότι συμβάλλω στο να αποκτήσει υπόσταση η ιστορία, είναι δυνατότητα που μου δίνει να χτίσω τις ουτοπίες που δε θα μου επέτρεπε ποτέ ο αυστηρά δομημένος χώρος του αστικού ιστού.

Γιατί αποφάσισες να αφήσεις την Αρχιτεκτονική;

Λίγο πριν ολοκληρώσω τις σπουδές μου στην αρχιτεκτονική, έγινα δεκτός στη δραματική σχολή. Πήρα έτσι το πτυχίο μου από το Πολυτεχνείο και είπα στον εαυτό μου: Ολοκλήρωσε και τη δραματική και βλέπεις. Η αλήθεια είναι ότι τελικά με κέρδισε η υποκριτική χωρίς όμως να ρίχνω μαύρη πέτρα στο κομμάτι της αρχιτεκτονικής. Επαγγελματικά, πλέον, την ασκώ μόνο στο πλαίσιο της σκηνογραφίας, αλλά δεν έχω πάψει να τη φέρω στον τρόπο σκέψης μου. Η επιστήμη της αρχιτεκτονικής όπως και του θεάτρου έχουν κοινούς άξονες ανάγνωσης του κόσμου, τον χώρο και τον χρόνο. Επομένως, κατά την ανάγνωση έργων και τη μελέτη ρόλων η παρουσία της αρχιτεκτονικής συμβάλλει με τον τρόπο της.

Τι σκέφτεσαι όταν διαβάζεις τη φράση του Φρήντριχ Νίτσε “Πρέπει να είσαι ο εαυτός σου και όχι αυτός που θέλουν οι άλλοι”;

Η σκέψη μου πάει κατευθείαν στην προσωπική πάλη που βιώνουν όλοι ακροβατώντας ανάμεσα στο ποιος είσαι και στο ποιος περιμένουν οι άλλοι να είσαι. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, η ζωή μας είναι ως ένα βαθμό προαποφασισμένη. Από τους γονείς μας, από την κοινωνία, από το γενικότερο περιβάλλον. Έχουν παρθεί αποφάσεις για εμάς, χωρίς εμάς. Μεγαλώνουμε καλουπωμένοι και συμορφωμένοι σε μια ευρύτερη ροή πραγμάτων. Και μέσα σε όλο τον καταιγισμό των σόσιαλ που προωθούν διαστρεβλωμένα πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς, χτίζουν περσόνες και δημιουργούν ψευδαισθήσεις προσπαθούμε να ανακαλύψουμε το ποιοί πραγματικά είμαστε και το τι πραγματικά θέλουμε. Το να αναζητά κάποιος το αληθινό του εγώ, να ψάχνει τον ήχο του, να αγαπά το σώμα του, να ανακαλύπτει το τι τον κινεί και να διεκδικεί τη θέση του αποτελεί μια προσωπική πράξη επανάστασης. Μια πράξη αναγκαία για να είσαι τίμιος απέναντι στον εαυτό σου και στους άλλους.

Πως πιστεύεις ότι πρέπει να λειτουργήσει ο καλλιτεχνικός χώρος μετά την πανδημία; Πρέπει να αλλάξει σκεπτικό;

Θα διατυπώσω τις σκέψεις μου χωρίς να έχω δουλέψει στο χώρο πριν την πανδημία. Νομίζω ότι οι μεγάλες ανθρωπιστικές κρίσεις, όπως είναι αυτή της πανδημίας που βιώνουμε, θέτουν τις έννοιες της ομάδας και της συλλογικότητας σε ένα πρώτο πλάνο. Κλεισμένοι όλοι στα σπίτια μας, νιώθοντας φαινομενικά προστατευμένοι φτάσαμε σε μια επικίνδυνη απονεύρωση του ομαδικού παλμού. Ο άνθρωπος υπάρχει γιατί υπάρχουν και οι άλλοι γύρω του. Δημιουργεί για να προσφέρει και να δεχτεί. Ερωτεύεται, εχθρεύεται, αστειεύεται επειδή υπάρχουν οι άλλοι. Είναι πομπός και δέκτης. Έτσι έχει μάθει να υπάρχει. Όσον αφορά τον καλλιτεχνικό χώρο, ο οποίος οφείλει να είναι πάντα σύγχρονος (συν+χρόνος), να πηγάζει από τα κοινωνικά και πολιτικά γαινόμενα, πρέπει να εστιάσει και πάλι στην έννοια του συλλογικού. Να επικεντρωθεί στην ομάδα, να πάψει να είναι αυτοαναφορικός και να θέσει τις βάσεις για την συνάντηση των ανθρώπων σε έναν δημιουργικό διάλογο.

Array