Please enable JS

Δημοσθένης Παπαδόπουλος – ΝΤΑ : “Δεν ζω τη ζωή ως είδηση στα καμαρίνια”

Πέρασε στη Νομική Κομοτηνής από λάθος συμπλήρωση του μηχανογραφικού του, αν και περνούσε στη Φιλοσοφική Ιωαννίνων που ήταν ο στόχος του. Κι αυτό μόνο και μόνο, για να μπει στο μάτι της φιλολόγου που του είπε, πως αποκλείεται να καταφέρει να μπει στο πανεπιστήμιο. Δηλώνει εκ φύσεως αντιδραστικός και πάει κόντρα στο ποτάμι, θέτει όρους και όρια, τον απωθεί η νοοτροπία της αγέλης. Δεν διστάζει να δραπετεύσει, ανά πάσα στιγμή, από ότι νιώθει ότι περιορίζει την εξέλιξή του και την αίσθηση ελευθερίας κινήσεων και επιλογών, σε  κάθε τομέα της ζωής του. Είναι ο άνθρωπος που ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την επίτευξη του στόχου του, τις δημιουργεί. Ίσως πάλι, η έντονη επιθυμία του καλεί το σύμπαν να συνωμοτήσει μαζί του. Θυμίζει παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο παίζοντας, έχοντας μέσα του βρει το νόημα της ζωής που του αρέσει να ζει.

Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος σκηνοθέτης και ηθοποιός, γνωστός, αγαπητός και καταξιωμένος, τον οποίο έχουμε γνωρίσει μέσα από τις θεατρικές, τηλεοπτικές και κινηματογραφικές του ερμηνείες, αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται, σε μια συνάντηση κατά τη διάρκεια των προβών, της νέας παραγωγής του ΚΘΒΕ, Da (daddy= πατέρας), το πολυβραβευμένο και διακεκριμένο έργο του Ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα Χιου Λέοναρντ, λίγο πριν την πρεμιέρα, στις 27 Ιανουαρίου, στο ΘΕΜΣ. Γεύση από πρόβα λοιπόν και μια συζήτηση, για τη ματιά και προσέγγισή του στο έργο, τις προσωπικές του «διαδρομές», ανησυχίες και αναζητήσεις στο θέατρο. Διηγείται, με απολαυστικό τρόπο, την νεανική του επανάσταση, αλλά και την «σχέση» του με τον Θείο Βάνια, την παράσταση, στην οποία πρωταγωνιστεί, στο Θέατρο Άνεσις, σε μετάφραση, δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία του ίδιου και πάλι.

Μετάφραση, δραματουργική επεξεργασία, σκηνοθεσία, αλλά και μουσική επιμέλεια. Συγκεντρωτισμός ή μεθοδολογία; Υπάρχει κάποια μορφή  προτεραιότητας ανάμεσά τους;

«Η μετάφραση είναι για μένα η βάση της σκηνοθεσίας. Κάνω εγώ τη μετάφραση κι αν το έργο είναι σε γλώσσα που δεν κατέχω, το βρίσκω στα αγγλικά και το μεταφράζω από εκεί. Είναι μοναδικό εργαλείο οι λέξεις και τα νοήματα που φωτίζουν την ώρα της ανάγνωσης στο μυαλό μου και γι’ αυτό θέλω να τα μεταφέρω στη σκηνή, με λόγια που να εκφράζουν και να αντανακλούν ακριβώς αυτό που ξύπνησαν μέσα μου, ως αίσθηση και ως εικόνα. Η μουσική είναι ένα στοιχείο που συνδέεται με κάθε δραστηριότητα της ζωής μου και παίζει καθοριστικό ρόλο, στην τελική σύλληψη και διαμόρφωση των σκηνών. Μόλις αναλάβω ένα έργο, το πρώτο που κάνω είναι να δημιουργήσω στον υπολογιστή μια λίστα από μουσικά κομμάτια σε ένα αρχείο με τον τίτλο του. Συμβαίνει συχνά, να ακούσω τυχαία μια μουσική και να σκεφτώ αυτόματα ότι ταιριάζει σε κάποια συγκεκριμένη σκηνή. Όπως επίσης, μπορεί να σκηνοθετήσω μια ολόκληρη σκηνή με βάση ένα μουσικό κομμάτι.

Προβάλλονται κατά κάποιον τρόπο, ολοκληρωμένες σκηνές στο μυαλό μου, οι οποίες αποτελούν τον άξονα πάνω στον οποίο στήνεται η παράσταση. Το ΝΤΑ, αν και είναι ένα έργο που δεν θα το επέλεγα  ο ίδιος, μια που συνήθως κινούμαι σε πιο σκοτεινές και πιο αφαιρετικές θεατρικές φόρμες και κείμενα, ήταν μια πρόταση του Γιάννη Αναστασάκη. Χαίρομαι που δεν το απέρριψα από προκατάληψη και μπήκα στη διαδικασία να το διαβάσω. Και εκεί, βρήκα ένα σημείο «συνάντησης» με τους  ήρωές του. Κάτι μετακινήθηκε μέσα μου, αγγίζοντας ευαίσθητες χορδές κι αυτό μ’ έκανε να πω το ναι, συνειδητοποιώντας πως θίγει, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, τα κύρια θέματα της δραματουργίας, που απασχολούν τον άνθρωπο: την οικογένεια, τον έρωτα και τον θάνατο.

Κατά την επεξεργασία αφαίρεσα ηθογραφικά στοιχεία της εποχής και του έδωσα πιο σύγχρονο αέρα, ενώ η τελευταία, όπως και η πρώτη σκηνή είναι δικά μου ευρήματα. Αν και ο Τσάρλυ στο αρχικό κείμενο είναι συγγραφέας τον κάνω σκηνοθέτη (βάζοντας μέσα στην υπόθεση κι εμένα, με μια ψυχαναλυτική διάθεση), που λίγο πριν την πρεμιέρα του, έρχεται η είδηση για τον θάνατο του πατέρα του  και πάει στην κηδεία (μια επίσης δική μου προσθήκη)».

Αλήθεια αναρωτιέται κανείς πως η φύση της δουλειά σας είναι τέτοια, που μπορεί συχνά η ζωή και πολλά σημαντικά γεγονότα που την αφορούν να τα ζείτε ως είδηση στην κουΐντα. Ισχύει;

«Ευτυχώς, μέχρι στιγμής, δεν έτυχε να μου συμβεί να λάβω μια τόσο τραγική είδηση κατά τη διάρκεια της δουλειάς μου, αλλά έχω δει να συμβαίνει σε συναδέλφους. Προσωπικά δεν ζω τη ζωή, ως είδηση στα καμαρίνια. Ανήκω σε μια γενιά που οι περισσότεροι από εμάς δεν υιοθετούμε τη νοοτροπία που κυριαρχούσε παλαιότερα. Να ζεις μόνο μέσα στο θέατρο και για το θέατρο και να διηγείσαι πως παρ’ όλο που έχασες κάποιο αγαπημένο σου πρόσωπο ή παρ’ όλο που είχες σαράντα πυρετό και άλλα παρόμοια βγήκες στην σκηνή. Όχι, υπάρχει και ζωή έξω από το θέατρο και δεν είμαι διατεθειμένος να την αφήσω να περάσει, χωρίς να τη ζω με τις καλές και κακές της στιγμές.

Λειτουργώντας διαφορετικά, το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι να βγάλεις όλα όσα καταπίεσες, με άσχημο τρόπο, συνειδητά ή ασυνείδητα στους συνεργάτες σου. Μπορεί να γίνεις μίζερος ή δυνάστης. Δεν θεωρώ μεγάλο καλλιτέχνη, αυτόν που έπαιξε κορυφαίους ρόλους με επιτυχία, αλλά αυτόν που έφτασε στο καλύτερο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, συνεργαζόμενος  με σεβασμό και στον τελευταίο συνεργάτη σου, τον κάθε άνθρωπο που αποτελεί μέλος της κοινότητας στην οποία κινείται».

Τί είναι αυτό που σε συγκίνησε στο ΝΤΑ; Αυτό με το οποίο βρίσκεις σημεία ταύτισης εσύ, αλλά πιστεύεις και ο θεατής;

« Είναι πάνω κάτω η ιστορία όλων μας. Προσπερνώντας την ηθογραφία και τον ρεαλισμό της πρώτης ανάγνωσης του κειμένου, επιδιώκω να προσδώσω μια ποιητική ατμόσφαιρα, ποιητικές εικόνες, χωρίς σκηνικά. Στο επίκεντρο τα πρόσωπα των ηρώων, οι σχέσεις μεταξύ τους και με τον εαυτό τους, στο πέρασμα του  χρόνου. Ένας διάλογος ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, με σκηνές, όπου ο νεότερος εαυτός του Τσάρλι (Αναστάσης Ροϊλός) συνυπάρχει, συνδιαλέγεται και αντιπαρατίθεται με τον ίδιο σε μεγαλύτερη ηλικία (Δημήτρης Σιακάρας).

Αν και βλέπουμε, πως ο ΝΤΑ (Κώστας Σαντάς) είναι ένας πατέρας αυστηρός και ξεροκέφαλος, που κάνει όλη του τη ζωή λάθη στη διαπαιδαγώγηση του γιου του, Τσάρλι, μέσα μας δείχνει συμπαθής και συγκινητικά αληθινός. Γελάμε και μας αγγίζει η αλήθεια του, αναγνωρίζοντας ανάλογα χαρακτηριστικά και βιώματα στη δική μας οικογένεια, αλλά γελάμε και με την αντίδραση του Τσάρλι, που όμως δεν διαφέρει ίσως από τη δική μας σε αντίστοιχη περίπτωση. Είναι αυτή, η ίδια αλήθεια, που διαπιστώνουμε και στον δικό μας πατέρα που μας εξοργίζει, αλλά ταυτόχρονα είναι στιγμές που νιώθουμε μια τρυφερή αγάπη γι αυτόν. «Πατέρα σ’ αγαπάω». Τον δικαιολογούμε, θέλουμε να τον αγκαλιάσουμε, αν και μια στιγμή αργότερα θα ανταλλάξουμε τα πιο σκληρά λόγια. Μια εναλλαγή συναισθημάτων που κάποια στιγμή χτυπάει κόκκινο και περνάει σε άλλα, βαθύτερα επίπεδα…

Ο Τσάρλι, άλλοτε σε ρόλο αφηγητή κι άλλοτε πρωταγωνιστή. Όλοι οι ηθοποιοί βρίσκονται πάνω στην σκηνή, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Και οι 9 παρόντες, θεατές και  μάρτυρες στην αναδρομή μιας ζωής. Τους ζήτησα να λειτουργήσουν, όπως τα παιδιά που παίζουν ελεύθερα σε μια πλατεία. Όπως τα μικρά παιδιά που στο μυαλό τους φτιάχνουν σπίτια και φρούρια και χρησιμοποιούν αόρατα, φανταστικά αντικείμενα, ζώντας και πρωταγωνιστώντας στην ιστορία που έχουν σκαρφιστεί και γι αυτά, εκείνη τη δεδομένη στιγμή, όλα είναι υπαρκτά, στον δικό τους φανταστικό κόσμο. Νιώθω ευτυχής και τυχερός για τους συντελεστές αυτής της παράστασης. Είναι από τις φορές που η χημεία όλων έδεσε γρήγορα και δουλέψαμε με αρμονία, κέφι και χαρά. Με έχει εκπλήξει θετικά, πέρα από κάθε προσδοκία, ο σεβασμός με τον οποίο ο Κώστας Σαντάς, υπηρετεί πιστά τις σκηνοθετικές οδηγίες,. Χωρίς μανιέρες ή ίχνος βεντετισμού και υπεροψίας, απέναντι στις απαιτήσεις ενός κατά πολύ νεότερου και λιγότερου έμπειρου από τον ίδιο σκηνοθέτη, δίνοντας μαθήματα ερμηνείας και ήθους».

Με το γαλάζιο του ουρανού να δεσπόζει στον χώρο.

«Όλα διαδραματίζονται με φόντο τον γαλάζιο ουρανό. Τον ουρανό που μας μεταφέρει στην ανοιχτωσιά, τον καθαρό αέρα της ιρλανδικής υπαίθρου, όπου και διαδραματίζονται όλα. Την ανάγκη των ανθρώπων που ζουν σε αυτή την μικρή ασφυχτική  επαρχιώτικη κοινωνία, πνιγμένοι από τη μοναξιά, για οξυγόνο, για ανάσες και όνειρα. Ένας απέραντος ατέλειωτος ουρανός που μας υπενθυμίζει πόσο μικροί φαινόμαστε από ψηλά. Μικρές ασήμαντες κουκίδες στο τεράστιο σύμπαν. Κι όλες οι έννοιες και τα θέλω μας που μας κάνουν να πιστεύουμε πως είμαστε το κέντρο του κόσμου, ασήμαντες κι αυτές, όπως και οι διαφωνίες, τα λάθη, τα παράπονα, που από μακριά, από απόσταση και βάθος χρόνου ξεθωριάζουν. Ουρανός, επαφή με τη φύση και η ατμόσφαιρα που αποπνέει και η πόλη της Θεσσαλονίκης».

Αλήθεια  πρέπει να φτάσουμε στη στιγμή της μεγάλης, τραγικής απώλειας οποιασδήποτε μορφής, για να “γυρίσουμε” πίσω, με μια ψυχαναλυτική διάθεση;

« Όχι απαραίτητα. Έχει να κάνει με το πότε νιώθεις  την ανάγκη γι αυτό και έτοιμος να μπεις στη διαδικασία. Έχοντας κάνει πέντε χρόνια ψυχανάλυση, από την ανάγκη ενδοσκόπησης και επαναπροσδιορισμού, αυτό που μπορώ να πω είναι, πως πλέον είμαι πιο ήρεμος, δεκτικός, ανοιχτός, ικανός να μπω στη θέση του άλλου, να τον κατανοήσω, να τον δω με μεγαλύτερο σεβασμό τις ανάγκες του και να αποκωδικοποιήσω τη συμπεριφορά του, να εξηγήσω, αλλά και να αλλάξω εγώ τον τρόπο που θα διατυπώσω αυτό που θέλω προκειμένου να γίνει κατανοητό. Όλα αυτά με βοηθούν και στην προσωπική και στην επαγγελματική μου ζωή».

– Το θέατρο σε επέλεξε ή το επέλεξες;

«Με επέλεξε. Το λέω με την έννοια πως η απόφαση να γίνω ηθοποιός δεν θα έλεγε κάτι αν δεν είχα διάρκεια στον χώρο. Έγινα ηθοποιός για να μιλάω για μένα, μέσα από τη δουλειά μου. Ξέρεις αυτή η ερώτηση υπήρχε στο παρελθόν σ’ ένα ερωτηματολόγιο που είχαν κάνει οι μαθητές μου στη σχολή και είχα δώσει την ίδια απάντηση. Όταν έδωσαν το ίδιο ερωτηματολόγιο σε άλλο καθηγητή, τους απάντησε: ¨Μα φυσικά και το επέλεξα. Ξέρετε εσείς κάποιον άνθρωπο που να τον επέλεξε το θέατρο;», και προς έκπληξή του, του απάντησαν: ¨Ναι! Τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο!».

Στα πρώτα νεανικά χρόνια υπήρχε μια δόση ναρκισσισμού, όπως είναι φυσικό, αλλά στην πορεία αυτό που με ενδιέφερε δεν ήταν ο μεγάλος ρόλος και το βαρύγδουπο έργο, αλλά να βρω κάτι από εμένα σε αυτό που κάθε φορά που μου προτείνεται. Είμαι τυχερός σε αυτόν τον τομέα, μια που συνεχώς έχω αξιόλογες προτάσεις και τη δυνατότητα επιλογής. Πρόσφατα π.χ. μου έγινε μια πρόταση συνεργασίας, για κάτι που προσωπικά δεν με άγγιζε κι έτσι, αντιπρότεινα πέντε άλλα, διαφορετικά έργα, στα οποία βρίσκω αυτό το κάτι μέσα τους. Η σκηνοθεσία σίγουρα, με έλκει όλο και περισσότερο».

Έτσι, προέκυψε αυτή τη χρονιά και ο Θείος Βάνιας; Υπάρχει ρίσκο στο να σκηνοθετείς τον εαυτό σου;

« Ο Τσέχωφ, έχει την αξεπέραστη ικανότητα των δραματουργών που σκιαγραφούν αριστοτεχνικά την προσωπικότητα, τον ψυχισμό των ηρώων τους  και τις αλήθειες της ζωής τους. Στον Θείο Βάνια είδα εμένα. Τον άνθρωπο που νοιάζεται για τους άλλους, παραδίδεται, αφήνεται, παραιτείται. Ένας αντι-ήρωας που ζει στο περιθώριο της ζωής των άλλων. Έτσι λειτουργώ σκηνοθετικά και στο έργο. Δεν σκέφτηκα πως θα υποδυθώ, πως θα σκηνοθετήσω τον ίδιο μου τον εαυτό μου, αφέθηκα σ’ αυτό με μόνη έννοια, την σκηνική οντότητα των άλλων ηθοποιών. Τους παρακολουθώ προσηλωμένος από την κουίντα, ξεχνώντας πως κι εγώ είμαι μέρος της παράστασης, ο πρωταγωνιστής».

Μια που αναφερόμαστε σε βιώματα και σχέση πατέρα γιου, είμαι περίεργη να μάθω πως έμαθε ο πατέρας σου,ότι η Νομική δεν μπήκε στη ζωή σου, για να μείνει.

«Έχει πολύ γέλιο. Ίσως και με αυτή την εμπειρία να έκανα και το ντεμπούτο μου ως σκηνοθέτης, αλλά και σεναριογράφος. Χαχχαχ. Πέρασα, όπως σου είπα χωρίς να το επιδιώκω στην Νομική Κομοτηνής. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως αυτό το περιβάλλον δεν είναι για μένα. Με την τρέλα της νιότης και την dark εικόνα τύπου Cure, δεν κολλούσα με τους κοστουμάτους. Αποφάσισα όμως, πως μου άξιζε δικαιωματικά, αφού είχα περάσει έναν χρόνο με απίστευτο διάβασμα, άλλος ένας χρόνος φοιτητικής ζωής και ανείπωτης κραιπάλης, χωρίς να πατήσω στη σχολή.

Όταν κάποια στιγμή στα μέσα της χρονιάς πήρα τον πατέρα μου για να ζητήσω τα χρήματα που χρειαζόμουν, για να μετακομίσω σε άλλο σπίτι από αυτό που αρχικά έμενα, μου είπε πως θα μου τα στείλει, αφού πρώτα μάθει την πρόοδο μου στο Πανεπιστήμιο, ζητώντας το τηλέφωνο της Γραμματείας. Πανικοβλήθηκα και έδωσα, αντί αυτού, το τηλέφωνο της φίλης μου. Αμέσως κινητοποίησα όλη την παρέα και στήσαμε το τέλειο έγκλημα.

Ήμασταν απίκο από τις 6 το πρωί και μόλις κάλεσε ο πατέρας μου, η υποτιθέμενη γραμματέας του απάντησε κανονικά, ζήτησε να καλέσει σε 10 λεπτά ξανά προκειμένου να ενημερωθεί από τον φάκελο μου, έδωσε γραμμή στο αρμόδιο γραφείο, όταν αυτός ξαναπήρε, ενώ ακουγόταν στο βάθος ο ήχος μιας γραφομηχανής, σπουδαστές που ζητούσαν έγραφα κλπ. Του διαβάστηκε μια πλήρως αληθοφανής ανάλυση βαθμολογίας εξαμήνου. Ευχαρίστησε κι έκλεισε. Πανηγύριζαν όλοι, όταν ξαναπήρε έξαλλος, λέγοντας πως κάποιος τον κοροϊδεύει, γιατί κάλεσε σε άλλο τηλέφωνο και τον ενημέρωσαν για τις άθλιες ως ανύπαρκτες επιδόσεις μου. Σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, η φίλη μου σοβαρά προσβεβλημένη που αμφισβητούν μια υπάλληλο με προϋπηρεσία 20 ετών, δήλωσε εξοργισμένη, πως το άλλο τηλέφωνο είναι του θυρωρείου, πως μίλησε με άσχετους, οι οποίοι δεν έχουν ενημερωθεί για το λάθος στην ανάρτηση αποτελεσμάτων. Το απόγευμα στην τηλεφωνική μας επικοινωνία μου λέει: «Εντάξει θα σου στείλω τα χρήματα, αλλά να πας στη γραμματεία να διευθετήσεις το θέμα της βαθμολογίας σου γιατί αναρτήθηκε λάθος». Δεν άντεξα, τα είπα όλα… Δεν σου περιγράφω την αντίδραση… και η συνέχεια γνωστή. Ήξερα μέσα μου, πως αυτό ήθελα να κάνω. Κι όταν αποφασίζω κάτι δεν με κρατά τίποτα».

Όπως, το ό,τι έφυγες στο Βερολίνο,το 2011, όπου (εκτός από την ψυχανάλυση) δοκιμάστηκες και στο μπουλβάρ, πριν να καταλήξεις στον Σαίξπηρ. Κόντρα ρόλος, σε σχέση με τους δρόμους που είχες συνηθίσει. Αναζήτηση ή απελευθέρωση;

«Έφυγα πάνω στην κρίση, σε μια στιγμή που η καριέρα μου ήταν στα καλύτερά της. Έχοντας την ταυτότητα- ετικέτα του «ποιοτικού» ηθοποιού, ένιωσα πως ίσως άθελά μου να εγκλωβιζόμουν  και ανακύκλωνα τον εαυτό μου. Μπήκα, σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης επαναπροσδιορισμού σε καλλιτεχνικό και προσωπικό επίπεδο και ξεκίνησα με το μπουλβάρ, από τη μια, γιατί ήταν ένα είδος  που δεν είχα προσεγγίσει ποτέ και από την άλλη, γιατί ήταν ιδανικό για να κατακτήσω την ξένη  γλώσσα. Στη συνέχεια, στο Αμβούργο, μπήκα στα μονοπάτια του Σαίξπηρ. Μεγάλη εμπειρία όλο αυτό και ναι, θα έλεγα κι απελευθέρωση. Έχω επιστρέψει πιο κατασταλαγμένος, πιο σίγουρος γι αυτά που θέλω και μπορώ. Και σίγουρα, μπορώ να πω με βεβαιότητα τη φράση που αντιπροσωπεύει την παράσταση το ΝΤΑ: Η ζωή δεν είναι στον κινηματογράφο».

Μια παράσταση ξετυλίγεται στην σκηνή του ΘΕΜΣ, με τη γλυκόπικρη γεύση της ζωής. Χιούμορ, αλλά και εναλλαγή συναισθημάτων, αναγνωρίζοντας συχνά στιγμές δικές μας και τον ίδιο μας τον εαυτό να συνομιλεί με το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον του, φτάνει σε μια στιγμή συναισθηματικής έκρηξης που ραγίζει το γυαλί της ύπαρξής μας. Η μουσική μας ταξιδεύει στον ψυχικό κόσμο των ηρώων, την ύπαιθρο, αλλά και την τρυφερότητα των παιδικών μας χρόνων. Λάθη, πάθη, εγωισμοί, τσακωμοί, απώλειες, συναπαντήματα, θαλπωρή, τρυφερότητα, αγωνίες, όνειρα και προσδοκίες, αναμνήσεις. Ένα κομμάτι ουρανός για ν’ ανασάνουμε, στο σενάριο της ζωής μας και μια βαθιά υπόκλιση στον “μεγάλο”, Κώστα Σαντά, με την υπογραφή του Δημοσθένη Παπαδόπουλου, σε μια παραγωγή του ΚΘΒΕ, με εξαιρετική διανομή που μυρίζει επιτυχία.

Πρεμμιέρα 27 Ιανουαρίου

κείμενο – φωτογραφίες: @Μαρία Μαυρίδου

Η παράσταση παρουσιάζεται με αγγλικούς υπέρτιτλους κάθε Σάββατο και Κυριακή.

Ο υπερτιτλισμός της παράστασης πραγματοποιείται με την ευγενική υποστήριξη του ΕΟΤ.

 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Σκηνοθεσία: Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Σκηνικά: Σταύρος Λίτινας,
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Μουσική Επιμέλεια: Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Στεφανία Βλάχου
Φωτογράφιση παράστασης: Τάσος Θώμογλου
Οργάνωση παραγωγής: Φιλοθέη Ελευθεριάδου

Στο ρόλο του ΝΤΑ ο Κώστας Σαντάς.

Παίζουν: Νίκος Καπέλιος (Όλιβερ μεγάλος), Δημήτρης Κοτζιάς (Ντραμ), Λίλιαν Παλάντζα (Μάνα), Αναστάσης Ροϊλός (Τσάρλι νέος), Χριστίνα – Άρτεμις Παπατριανταφύλλου (Μαίρη), Δημήτρης Σιακάρας (Τσάρλι μεγάλος), Ορέστης Χαλκιάς (Όλιβερ μικρός), Μαρία Χατζηιωαννίδου (Κα Πρυν).

Πληροφορίες και προπώληση εισιτηρίων

στο τηλ. 2315 200200 και στα ταμεία του ΚΘΒΕ στο Βασιλικό Θέατρο (Πλατεία Λευκού Πύργου)Δευτέρα: 8.30 – 15.30 Τρίτη με Κυριακή: 8:30 – 21:30
στην Πλατεία ΑριστοτέλουςΔευτέρα, Τετάρτη, Σάββατο: 10:00 – 15:30 Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 10:00 – 14:00 & 17:30 – 20:00
στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (Εθνικής Αμύνης 2, Θεσσαλονίκη): Τετάρτη με Κυριακή 16:30-21:30
στη Μονή Λαζαριστών (Κολοκοτρώνη 25-27, Σταυρούπολη): Τετάρτη με Κυριακή 16:30 – 21:30

Array