Please enable JS

Θανάσης Μεγαλόπουλος

Η αποτύπωση του μεγέθους της ανθρώπινης βλακείας, με δημιουργικό τρόπο, έχει πάρα πολύ πλάκα & μπορεί να μας βοηθήσει να την αποφύγουμε.

Γιατί αποφασίσατε να ανεβάσετε ένα κείμενο που στηρίζεται σε ινδικό παραμύθι;

Η πρώτη μας επαφή με το κείμενο των Δεκανικιών ήρθε το 2014 μέσο μιας έκδοσης συλλογής παραμυθιών με θέμα την Κρίση σε επιμέλεια της Λίλης Λαμπρέλλη. Τότε αναζητούσαμε μια απλή ιστορία πλούσια σε εικόνες, δράσεις και μηνύματα που θα μπορούσε να αποδοθεί βουβά.

O βασιλιάς μιας πολιτείας μετά τον τραυματισμό του στο κυνήγι αδυνατεί να περπατήσει και αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει δεκανίκια. Επιβάλλει τότε σε όλους, ανεξαιρέτως, τους υπηκόους του να τα χρησιμοποιούν και οι ίδιοι. Όποιος δεν υπακούει στην εντολή του τιμωρείται με θάνατο. Σταδιακά στο βασίλειο επικρατεί η υποβοηθούμενη κίνηση. Έπειτα από χρόνια θεωρείται και η μόνη φυσιολογική καθώς το περπάτημα καταντά κάτι αφύσικο και ξένο.

Στη συνέχεια ωστόσο όταν μελετήσαμε τον πρωτότυπο ινδικό μύθο ανακαλύψαμε ακόμα πιο ξεκαρδιστικές και ταυτόχρονα σκοτεινές εκδοχές της ιστορίας που μας ενέπνευσαν να γράψουμε τα δικά μας κομμάτια του έργου.

Η καταγωγή του παραμυθιού δεν αποτέλεσε αρχικά για μας τόσο μεγάλο πυλώνα έμπνευσης όσο υπήρξε η φόρμα και η αισθητική του αμερικάνικου βωβού κινηματογράφου του 1920.

Για ποιούς λόγους πιστεύεις ότι πρέπει να δούμε την παράσταση;

Είναι σίγουρα μια παράσταση που όμοια της δεν έχει ξαναδεί κάποιος η κάποια.

Η παράσταση αυτή εκτός από την φόρμα προσπαθεί να μεταφέρει και το ήθος των βωβών ταινιών των πρώτων δεκαετιών του βωβού κινηματογράφου:

απουσία λόγου, ελάχιστοι μεσότιτλοι, παντομιμική υποκριτική, γρήγοροι ρυθμοί, σλάπστισκ, συνεχής συνοδεία πιάνου είναι τα στοιχεία που ξυπνούν στο θεατή μια χαμένη, παιδική σχεδόν, αθωότητα που κατά την γνώμη μου μας χρειάζεται πολύ σήμερα.

Ταυτόχρονα το περιεχόμενο της παράστασης αναδεικνύει την κοινωνική διάσταση των ταινιών του βωβού κινηματογράφου. Όπως οι αλληγορίες του Τσάπλιν και του Μπάστερ Κίτον αντλούν τη θεματική τους από σύγχρονά τους περιστατικά έτσι και τα Δεκανίκια παράγουν άμεσους συνειρμούς πάνω στη δική μας πραγματικότητα.

Εν ολίγοις είναι μια παράσταση που θα σας κάνει να γελάσετε σαν παιδιά και να σκεφτείτε σαν μεγάλοι.

Τι ιδιαίτερο έχει η παράσταση σας;

Τα Δεκανίκια ήταν η πρώτη παραγωγή της ομάδας Art Vouveau. Φτιάχτηκαν σε μια περίοδο που η δημιουργικότητα μας, η όρεξη και η διάθεση για συλλογική δουλειά ήταν στα ύψη . Έχει λοιπόν όλα τα χαρακτηριστικά που έχει κάθε πρώτη δουλειά επαγγελματιών που συναντιούνται για να δουλέψουν πάνω σε αυτό που αγαπούν.

Έχει πολύ γρήγορες εναλλαγές, συνεχής δράση, ακρίβειας στη κίνηση, συγχρονισμό, εκφραστικότητα, σκηνική γενναιοδωρία,

αλλά για μένα το πιο ιδιαίτερο είναι η μουσική σύνθεση και πως η συνεχής ζωντανή μουσική συνομιλεί με την δράση πάνω στη σκηνή.

Θα τη χαρακτηριζες μουσική παράσταση;

Όχι. Τα Δεκανίκια ή πώς ξέμαθα να περπατώ είναι μια βωβή θεατρική παράσταση με συνοδεία ζωντανής μουσικής. Η μουσική είναι εκεί για να αναδεικνύει , να υπογραμμίζει και να σχολιάζει την αφήγηση σε λάιβ χρόνο ζωντανεύοντας ακόμα περισσότερο τον κώδικα του έργου, όπως ακριβώς συνέβαινε και στις προβολές των πρώτων βουβών ταινιών που προβάλλονταν σε αίθουσες με συνοδεία ζωντανής μουσικής.

Παρόλα αυτά θα μπορούσαμε να μιλάμε κάλλιστα για ένα μουσικό έργο αν είχε κυκλοφορήσει ως δίσκος με μια μικρή αφήγηση των βασικών κεφαλαίων της ιστορίας.

Η σύνθεση του Γιάννη Σελέκου είναι πρωτότυπη και αποτελεί από μόνη της έναν πεπερασμένο αφηγηματικό άξονα πάνω στο έργο τόσο δομικά απαραίτητο όσο και η κίνηση.

Τι σκέφτεσαι όταν διαβάζεις τη φράση του Οδυσσέα Ελύτη “Το παν είναι η ρότα σου κόντρα στην κοινωνία ετούτη ”;

Κατά αρχήν να σας ευχαριστήσω για την ερώτηση γιατί με ανάγκασε να ανατρέξω και να διαβάσω το ποίημα Το αμύγδαλο του κόσμου, το οποίο ομολογώ ότι δεν το ήξερα. Μου έκανε αμέσως εντύπωση ο επόμενος στίχος που μιλά για την ανασχετικήν ηλιθιότητα. Αυτή η θέση του Ελύτη είναι μια θεματική που και σαν άνθρωπο και σαν επαγγελματία με ενδιαφέρει πολύ: η αντιμετώπιση δηλαδή και η αποτύπωση της ανθρώπινης – κοινωνικής ηλιθιότητας. Η αντιμετώπιση της βλακείας είναι εξουθενωτική και πολλές φορές ένας χαμένος αγώνας ( όπως λέει ο Μπρέχτ η βλακεία είναι ανίκητη γιατί κάνει βλάκα όποιον την συναντά) αλλά ίσως το μόνο μας όπλο ενάντια σε αυτήν είναι οι επιλογές που κάνουμε, κόντρα στη κοινωνία, για να μην συναντηθούμε με την βλακεία.

Η αποτύπωση του μεγέθους της ανθρώπινης βλακείας από την άλλη, με δημιουργικό τρόπο, έχει πάρα πολύ πλάκα και μπορεί να μας βοηθήσει να την αποφύγουμε.

Στα Δεκανίκια για παράδειγμα, κάποιος που τυχαία μένει εκτός κοινωνίας, διατηρεί την επαφή του με τη φύση, διαφυλάττει την αλήθεια του και περπατά φυσιολογικά και είναι αυτός που τελικά θα ανάψει τη σπίθα της επιθυμίας ενός φυσιολογικού βηματισμού και στους υπόλοιπους.

Πιστεύεις ότι οι καλλιτέχνες μετά απ΄ όλες τις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας θα πρέπει να αλλάξουν τρόπο σκέψης και διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους σε σχέση με το παρελθόν;

Η διεκδίκηση των δικαιωμάτων και η συμμετοχή του καλλιτεχνικού κλάδου όπως και πολλών άλλων στο εργατικό κίνημα είναι μια πονεμένη ιστορία. Μπορεί να ακούγεται τετριμμένο και κλισέ αλλά η ενασχόληση με τις συλλογικές διεκδικήσεις είναι η μόνη ελπίδα που έχουμε για μια καλύτερη ζωή. Τα τελευταία χρόνια λόγω της μεγάλης επίθεσης που δεχόμαστε σαν επαγγελματίες, υπήρχαν πράγματι φορές που ο κλάδος μας έδωσε σημάδια συγκινητικής μαχητικότητας, αλλά δεν είχε την μαζικότητα που χρειαζόταν. Φοβάμαι πως πρέπει να αναζητήσουμε την αλλαγή σκέψης και δράσης σε ένα στάδιο πριν που είναι η ενημέρωση μας για τα δικαιώματα μας.

Αυτή τη στιγμή πολλοί συνάδελφοι μου δεν γνωρίζουν βασικά πράγματα, όπως για παράδειγμα πώς λειτουργούν τα συνδικαλιστικά όργανα του κλάδου. Τι είναι και πως λειτουργεί η γενική συνέλευση του ΣΕΗ. Δεν ξέρουν πως λειτουργεί το σωματείο, τι είναι το διοικητικό συμβούλιο ποια είναι τα κεκτημένα του κλάδου, τι αμοιβές πρέπει να διεκδικήσουν, τι συμβαίνει με τα πνευματικά ή τα συγγενικά δικαιώματα σε μια παραγωγή. Επομένως είναι τρομερά ευάλωτοι και απροστάτευτοι απέναντι σε εργοδοτικές αυθαιρεσίες. πολλοί και πολλές νέοι νέες καλλιτέχνες ντρέπονται ακόμα και να ρωτήσουν τους όρους συνεργασίας με κάποιον εργοδότη στο χώρο του θεάματος και της τέχνης. Ζούμε σε μια χώρα που η κυρίαρχη άποψη είναι οτι η τέχνη είναι χόμπι και δεν αποτελεί σημαντικό πεδίο ώστε να επιχορηγείται επαρκώς από το κράτος ή να διδάσκεται στα σχολεία μας και αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει όσο ο κλάδος μας δεν συμμετέχει σε συλλογικές διαδικασίες που διαθέτει ή δεν δημιουργεί καινούργιες.

Πληροφορίες για την παράσταση:

Array