Στο έργο Καντίτ (γαλλ.: αθώος, απλοϊκός, αγαθός) ή η Αισιοδοξία, παρακολουθούμε την αφήγηση οδυνηρών καταστάσεων, με το χαρακτηριστικό πνευματώδες μαύρο χιούμορ του Βολταίρου, ο οποίος τόλμησε εν έτει 1759 να αντιπαρατεθεί στη βασική αρχή του Γερμανού φιλοσόφου Λάιμπνιτς, ότι “ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο”, θίγοντας-σατιρίζοντας το κατεστημένο της εποχής, με τον περίτεχνο εύστοχο λόγο του που σφράγισε τη λογοτεχνία του 18ου αιώνα. Ένα έργο που σήκωσε θύελλα αντιδράσεων τόσο από του κόλπους της εκκλησίας (χαρακτηρίστηκε Αντίχριστος), όσο και της τέχνης, αμφισβητώντας κριτικούς και αυθεντίες. Ένα έργο στο οποίο παρελαύνουν τα ήθη, τα φιλοσοφικά ερωτήματα και οι τάσεις της εποχής του Διαφωτισμού, με την υπενθύμιση, πως ο καθένας από εμάς είναι υπεύθυνος σε ατομικό επίπεδο και οφείλει να κοπιάσει, για να κατακτήσει αυτό που επιθυμεί και προσδοκά.
«Η ανάληψη ευθύνης σε μικρή κλίμακα, καλλιεργώντας με υπομονή τον δικό μας «κήπο», όπως λέει στο τέλος ο Καντίτ (Μιχάλης Συριόπουλος) , είναι το πρώτο βήμα για έναν καλύτερο κόσμο. Δεν γίνεται να περιμένουμε το θαύμα που θα μας σώσει. Επαφή με την πραγματικότητα, σημαίνει παράλληλα και κατάκτηση της αυτογνωσίας», εξηγεί στη συνάντησή μας ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος, με αφορμή την πρεμιέρα της παράστασης Καντίντ ή η Αισιοδοξία, σε διασκευή του ιδίου. Μια συμπαραγωγή του Θεάτρου ΠΟΡΤΑ με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης, με τολμηρή σκηνική προσέγγιση και ιδιαίτερη αισθητική, που πιο επίκαιρο από ποτέ, υπόσχεται γέλιο κλείνοντας το μάτι στην Ελλάδα του σήμερα και παρουσιάζεται από τις 27 Οκτωβρίου, στην Αίθουσα Τέχνης του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. και από τις 8 Δεκεμβρίου στη σκηνή του Θεάτρου ΠΟΡΤΑ, στην Αθήνα.
Σε μια συζήτηση για το θέατρο, την τέχνη και την ελληνική πραγματικότητα, ο καταξιωμένος αυτός θεατράνθρωπος, μοιράζεται τις προσωπικές του ανησυχίες και προβληματισμούς. Τι τον κινητοποιεί; Τι τον εξοργίζει; Μετά το θέατρο τί; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να διαχειριστεί την πατρική φιγούρα που εμπνέει στους ηθοποιούς, με τους οποίους συνεργάζεται; Τι τους συμβουλεύει;
«Όλα χτίζονται βήμα-βήμα. Με υπομονή, σύνεση και δουλειά. Κάτι που ανακαλύπτει στο περιπετειώδες ταξίδι του ο Καντίτ, αναζητώντας τον χαμένο του έρωτα, την Κυνεγόνδη. Αυτός ο εύπιστος, φιλομαθής, υπεραισιόδοξος νέος που γαλουχημένος σε ένα περιβάλλον γεμάτο ανέσεις και πλούτο (στον πύργο του βαρώνου Θούντερ-τεν Τρονκ), υιοθετεί άκριτα τις θεωρίες των άλλων, πιστεύοντας πως ζει στην ιδανική πραγματικότητα. Διηγείται την ιστορία του προκαλώντας μας γέλιο, αν και περιγράφει καυτά θέματα και επώδυνες καταστάσεις που τον φέρνουν αντιμέτωπο με την κατάρρευση της πίστης στον τέλειο ιδανικό κόσμο. Διαφθορά και ελαφρά ήθη στην κοινωνία και την Εκκλησία, ταξικοί διαχωρισμοί, μια συνεχής ανταλλαγή χρήματος και σάρκας, στον βωμό της δύναμης και της εξουσίας, της ηδονής, το δίπολο αρσενικού- θηλυκού, το δίκαιο του ισχυρότερου, η απομάκρυνση από τα σημαντικά απλά πράγματα και τις χαρές της ζωής, οι άκαμπτες φιλοσοφικές προσεγγίσεις και ιδεολογίες και τα στερεότυπα στην τέχνη. Οι κριτικοί και η κριτική τέχνης ξέρεις, ήταν εξ ανέκαθεν, ένα θέμα συνεχούς αμφισβήτησης και αντιπαράθεσης. Δεν είναι μόνο σημείο των καιρών.
Όλα τα παραπάνω κάνουν αυτή την παράσταση πιο επίκαιρη από ποτέ. Η διαπίστωση πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, όσον αφορά την πορεία του ανθρώπου στον κόσμο, ακούγεται κλισέ κι αυτό είναι κάτι παραπάνω από θλιβερό. Μια φράση που απεικονίζει μια συνθήκη γνωστή στους πάντες, την οποία η ανθρωπότητα έχει πληρώσει ακριβά, δεν έχει σταθεί θεμέλια λίθος προβληματισμού, ενεργοποίησης, επαναπροσδιορισμού, για ένα ίσως καλύτερο μέλλον. Κάτι που αν είχε γίνει, θα είχε ως αποτέλεσμα, να έχουμε καλύτερο παρόν. Κρυβόμαστε πίσω από αποφθέγματα, τα οποία χρησιμοποιούμε ως άλλοθι, στο βωμό της απενοχοποίησης , της αποποίησης της ευθύνης που φέρουμε ως μέλη της κοινωνίας, της οποίας είμαστε μέλη. Μέλη, που στην πλειοψηφία τους αποδεικνύεται πως αφήνονται με μεγάλη ευκολία στην ψευδαίσθηση της ευμάρειας, πρόθυμοι πάντα όταν η προσγείωση στην πραγματικότητα τους φέρνει αντιμέτωπους με τις ευθύνες, τις παραλήψεις και τα λάθη τους, να υποταχθούν στη γενναιοδωρία των άλλων με οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Κάτι που μας χαρακτηρίζει ως λαό.
Περιμένουμε πάντα το θαύμα, τον από μηχανής θεό, τον Μεσσία που θα μας σώσει, θα μας πει τι να κάνουμε. Τη θέση- πόστο σε μια δουλειά, όπου όμως θα λειτουργούμε με υπαλληλική νοοτροπία με την κακά έννοια, όπου κάποιος άλλος θα είναι υπεύθυνος και θα σκέφτεται για εμάς κι εμείς τυφλά θα υπακούμε απολαμβάνοντας την ασφάλειά μας, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε, πόσο πίσω μας πάει αυτό. Πώς μπορούμε να εξελιχθούμε σε οποιοδήποτε τομέα, χωρίς να τολμούμε, να αμφισβητούμε, να αναλαμβάνουμε δράση και πρωτοβουλία; Ακόμη και στην αρχαιότητα, γινόταν θυσίες για να δοθούν οι λύσεις στα αδιέξοδα και τα διλήμματα κάθε λογής και η υιοθέτηση του δωδεκάθεου, μας έδινε εναλλακτικά τη δυνατότητα να βρούμε τον θεό-σωτήρα που θα εξυπηρετούσε την κάθε περίπτωση, προκειμένου απροβλημάτιστοι, μακάριοι και μοιρολάτρες να εφησυχαζόμαστε.
Έτσι, σήμερα, μετά από μια μακρά περίοδο πλασματικής ευμάρειας στη χώρα, προσπαθούμε να ξεπεράσουμε το σοκ της επαφής μας με την πραγματικότητα. Την ανώμαλη προσγείωση που ίσως είναι μια ευκαιρία να αναλογιστούμε τα λάθη μας και να σηκώσουμε τα μανίκια, χωρίς να αλληλοκατηγορούμαστε και χωρίς να βασιζόμαστε αποκλειστικά και μόνο στη γενναιοδωρία των ξένων. Είμαστε ένας λαός προσανατολισμένος εμμονικά στην εκπαίδευση, σε βάρος της παιδείας, η έλλειψη της οποίας με θλίβει βαθιά. Κάτι, που είναι καθοριστικό για τη διαμόρφωση μιας υγιούς, δημιουργικής, ανεπτυγμένης κοινωνίας. Οι νέοι ψάχνοντας να ταυτιστούν με κάτι παρασύρονται από τη μόδα, το lifestyle και ότι λάμπει, ακόμη και εφήμερα».
–Πώς είναι να μεταφέρετε τον λόγο του Βολταίρου στη σκηνή;
«Η αφήγηση του Βολταίρου είναι γραμμική. Το αποστασιοποιημένο μαύρο χιούμορ του, η ευφυέστατη περίπλοκη γλώσσα του, της οποίας η εμμεσότητα, δηλαδή η χρήση υπαινιγμών που αποδίδουν τη σκέψη ως ικανότητα χειρισμού αφηρημένων εννοιών, δίνει ιδιαίτερη δυναμική στη ροή, η υφολογία του 18ου αιώνα ήταν στοιχεία που σαφώς ανέβασαν τον δείκτη δυσκολίας στη διασκευή και τη σκηνοθεσία του έργου. Μια παράσταση με πολλά στοιχήματα και υψηλές απαιτήσεις, όπου απουσιάζει ο τέταρτος τοίχος απευθυνόμενος στον θεατή, χωρίς γκροτέσκο ερμηνείες.
Ξεκινώ την σκηνική αφήγηση από την έλευση του Καντίτ στο Παρίσι. Εκεί, στο σαλόνι της μαρκησίας, διηγείται ότι προηγήθηκε στη ζωή του και ότι θα συμβεί στη συνέχεια. Είναι μια ακόμη από τις φορές που λες στον εαυτό σου, το πολύ-πολύ να αποτύχεις. Άλλωστε δεν πέθανε κανείς από μια κακή παράσταση».
–Πιθανώς κάποιος να αναρωτηθεί αν αυτή η παράσταση μιλά τελικά για την αισιοδοξία, την απαισιοδοξία ή την ουτοπία.
«Ο Διαφωτισμός προσκαλούσε να σκεφτούμε μόνοι, όχι να απορρίπτουμε ότι δεν ανήκει στην κοινή λογική. Την αλήθεια, τη γνώση πρέπει να την αναζητήσεις και να την καταλάβεις, όχι να την καταναλώσεις. Αυτό έλεγα και κατά τη διάρκεια των προβών στους ηθοποιούς που λόγω της νεανικής ορμής τους αντιδρούσαν στη λογική του κειμένου, με το επιχείρημα πως δεν μπορεί να πάψουμε να ελπίζουμε, να ονειρευόμαστε και να είμαστε αισιόδοξοι.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Βολταίρος έγραψε αυτό το έργο στα 64, φέροντας το απόσταγμα εμπειριών και αναζητήσεων πολλών χρόνων και αυτό δικαιολογημένα ξενίζει ίσως, το νεανικό πνεύμα. Προσπάθησα να εξηγήσω, πως το να έχεις πλήρη συναίσθηση της πραγματικότητας και των συνθηκών της δεν είναι απαισιοδοξία, αλλά η ευκαιρία να δεις τι μπορείς να κάνεις με αυτά που έχεις, διερευνώντας τα μέσα και τις δυνατότητες που διαθέτεις. Αυτό που έπρεπε να προσέξουμε στη σκηνική απόδοση είναι, να μη χειραγωγήσουμε τον θεατή, αλλά να τον βάλουμε σε σκέψεις. Να μην πέσουν οι ηθοποιοί στην παγίδα να κυνηγούν το επόμενο σπαρταριστό γέλιο του κοινού, σαν ερμηνευτές stand up comedy, αλλά να μείνουν πιστοί στη θεατρική αφήγηση μιας παράστασης, όπου ακροβατούν σε λεπτές ερμηνευτικές ισορροπίες, σε ένα ρίσκο επικοινωνίας και έκθεσης».
–Συζητώντας κατά καιρούς με ηθοποιούς που συνεργάστηκαν ή συνεργάζονται μαζί σας, διαπιστώνω έναν απεριόριστο σεβασμό και θαυμασμό. Αυτό κάνει εμφανές, πως πέραν της καλλιτεχνικής σας υπόστασης, εκτός από δάσκαλο, αποτελείτε γι αυτούς και πατρική φιγούρα. Πώς το διαχειρίζεστε;
«Δυστυχώς, είναι κάτι που συμβαίνει. Και λέω δυστυχώς, γιατί η διαχείρισή του είναι πολύ δύσκολη. Τα δεκαπέντε χρόνια ψυχανάλυσης που έχω κάνει μέχρι τώρα, δεν έχουν υπάρξει ικανά να το πετύχω στον απόλυτο βαθμό. Η συνεχής, πολύωρη τριβή-συνύπαρξη μεταξύ μας, αφού οι ώρες που μοιραζόμαστε υπερβαίνουν, κατά πολύ, αυτές που αφιερώνουμε στον εαυτό μας και την προσωπική μας ζωή, δημιουργεί μια ευαίσθητη συνθήκη ανάμεσά μας, η οποία έχει πολλές παραμέτρους.
Στη μία περίπτωση είσαι μόνιμα εκτεθειμένος σε ψυχολογικές συγκρούσεις μεμονωμένων ανθρώπων, αλλά και της ομάδας στο σύνολό της. Επίσης, είσαι σε πολύ δύσκολη θέση, όταν πρέπει να εξηγήσεις, ότι όταν είμαστε μαζί είναι δουλειά και ο καθένας δικαιούται και πρέπει να έχει τη δική του προσωπική ζωή. Δεν δουλεύουμε μαζί επειδή είμαστε φίλοι, ούτε είμαστε φίλοι επειδή δουλεύουμε μαζί. Είναι πολύ λεπτά τα όρια. Στην άλλη περίπτωση, η ιδέα της πατρικής φιγούρας, τους κάνει να σε βλέπουν σαν τον Μεσσία που θα δώσει τη σωτήρια, μαγική λύση για όλα, όπως έλεγα προηγουμένως. Παύουν να σκαλίζουν μέσα τους και ζητούν από σένα, να τους πεις τι να κάνουν, για να το εκτελέσουν. Υπάρχει μια αδυναμία να κοιτάξουν μέσα τους και να είναι ειλικρινείς, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του εαυτού τους κι αυτό είναι τροχοπέδη στην εξέλιξή τους.
Αυτό που τους λέω συχνά, και το χει πει η Μέριλ Στριπ, είναι πως ο ηθοποιός πρέπει να λειτουργεί με ενσυναίσθηση. Ακόμη κι αν ο ήρωας που υποδύονται απέχει πολύ από αυτούς, να μπορούν να φανταστούν πως είναι να μπουν στη θέση του άλλου. Να νιώσουν και να σκεφτούν όπως αυτός και να μην ξεχνούν πως κάνουν μια δουλειά, με την οποία δίνουν φωνή στους ανθρώπους που δεν έχουν τρόπο να μιλήσουν γι αυτά που τους συμβαίνουν, τους απασχολούν και σκέφτονται. Τους ζητώ να δημιουργήσουν το πλαίσιο της αφήγησης και να αναζητήσουν τη θέση τους σ αυτό, τολμώντας να τσαλακωθούν απελευθερωμένοι από το κέλυφος της ασφάλειάς τους και την παγίδα της τέλειας εικόνας και στη σκηνή να γίνουν το κέντρο το κόσμου».
-Αυτό το τελευταίο ακούγεται λίγο ναρκισσιστικό.
«Δεν υπάρχει ηθοποιός που δεν είναι νάρκισσος και ωραιοπαθής. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Και ναι, πρέπει να νιώθουν ως το κέντρο του κόσμου τις 2 ώρες της παράστασης, όχι όταν σβήνουν τα φώτα. Στον ηθοποιό η ταπεινότητα βρίσκεται σε μόνιμο διάλογο με τη ματαιοδοξία. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνούν είναι πως η ζωή συνεχίζεται, μετά κι έξω από το θέατρο και ακόμη και η αποτυχία είναι μέρος της υπόθεσης που λέγεται θέατρο, αλλά δεν είναι αυτό που θα καθορίσει ποια είναι η πορεία και η ποιότητά τους σαν άνθρωποι, στον πραγματικό κόσμο.
Οφείλουν να συντονίζονται και να επικοινωνούν και κάτω και πάνω από τη σκηνή, να μοιράζονται με το κοινό ένα κοινό βίωμα, το οποίο βρίσκει διέξοδο εκτόνωσης στο σανίδι. Στη σκηνή επί της ουσίας, έχουν την τάση να κάνουν έναν μονόλογο με άλλους δέκα τριγύρω, βουτώντας στα άδυτα της ψυχής του ήρωά τους και την αναζήτηση της τέλειας ερμηνείας που θα τον απογειώσει. Τρέφονται από αυτό. Οι μεγάλοι πρωταγωνιστές που είναι χορτάτοι και ευφυείς ξέρουν να συνεργάζονται, γιατί αυτό κάνει τη δουλειά τους καλύτερη στο σύνολό της κι αυτό τους κάνει γενναιόδωρους με τους ανερχόμενους».
–Τι κάνει μια παράσταση ή μια ερμηνεία καλή;
«Το σίγουρο είναι, πως αν δεν καίγεται το μυαλό σου, δεν θα πείσεις κανέναν. Το μαγικό στοιχείο σε μια παράσταση είναι η αμφισημία της, η ελευθερία της διαφορετικής της ερμηνείας. Η έλλειψη παιδείας, στην οποία προαναφέρφηκα, οδηγεί στο να θεωρείται καλή παράσταση, αυτή που ανεβαίνει με αναγνωρίσιμους ηθοποιούς, συχνά λόγω της συμμετοχής τους σε τηλεοπτικές παραγωγές κάθε προγράμματα κάθε είδους. Ο πολιτισμός είναι σε τέλμα, υιοθετώντας κακέκτυπα , λόγω έλλειψης πρωτογενούς υλικού.
Το ίδιο συμβαίνει πολλές φορές και σε αυτό τον διαχωρισμό σε Βόρειους και Νότιους, όσον αφορά τα θεατρικά δρώμενα. Είναι λυπηρό, άνθρωποι με ταλέντο να παίρνουν προστιθέμενη αξία αν και εφόσον κατέβουν στην Αθήνα, όταν κατά την παραμονή τους στη Θεσσαλονίκη παρέμεναν υποτιμημένοι ή ακόμη κι ανενεργοί. Και μιλώντας για καλλιτεχνική αποκέντρωση, με γνώμονα το καλό, ποιοτικό θέατρο δεν μπορώ να μην αναφερθώ στη συνεργασία του Θεάτρου ΠΟΡΤΑ με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης και την καταλυτική συμβολή της καλλιτεχνικής του διευθύντριας Ελένης Δημοπούλου, σε αυτό. Μοιραζόμαστε, ως καλλιτεχνικοί διευθυντές, το κοινό όραμα για ένα θέατρο χωρίς εκπτώσεις, χάριν του εντυπωσιασμού, της εμπορικότητας και του εύκολου κέρδους, παρουσιάζοντας μια παράσταση βασισμένη σε ένα κορυφαίο έργο της γαλλικής λογοτεχνίας που απευθύνεται σε ευρύ κοινό, με υψηλές προδιαγραφές ».
–Ετοιμάζεστε αυτές τις μέρες για ένα ταξίδι στον Καναδά. Άλλο ένα project στο εξωτερικό. Σκέφτεστε να φύγετε μόνιμα;
«Είναι μια επιλογή που μπορώ να κάνω οποιαδήποτε στιγμή. Είναι σίγουρα δελεαστικές, από κάθε άποψη, οι συνθήκες συνεργασιών στο εξωτερικό. Προγραμματισμός σε βάθος χρόνου, υποστήριξη, οργάνωση και απολαβές. Βέβαια, έχοντας συνηθίσει σε τόσο ιδανικές συνθήκες δουλειάς οι ξένοι δυσκολεύονται να διαχειριστούν απρόοπτες καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν, όταν στην Ελλάδα είμαστε οι μάγοι του παραπέντε. Προς το παρόν αντιστέκομαι, αλλά δεν ξέρω μέχρι πότε. Αυτό που έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου είναι να φύγω, έχοντας την αίσθηση, πως έκανα ότι καλύτερο μπορούσα με βάση τις αρχές μου, στη συνδιαλλαγή με τους ανθρώπους, ακόμη κι αν αυτό θεωρείται ουτοπικό. Αυτό που σίγουρα ξέρω είναι, πως δεν είμαι από τους ανθρώπους που δηλώνουν, πως δεν θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς να κάνουν θέατρο. Υπάρχει ζωή εκεί έξω, γεμάτη προκλήσεις και άπειρες ενδιαφέρουσες προτάσεις και δράσεις που νιώθω να με καλούν.
Μέσα μου είμαι αχαλίνωτος. Η ηρεμία μου είναι αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας να εξισορροπηθούν μέσα μου πολλές αντιφάσεις. Αυτή η συνεχής προσπάθεια να έχω τον έλεγχο, είναι στιγμές που με οδηγεί στο να χάνω τον έλεγχο. Όσοι το έχουν δει να συμβαίνει σε βεβαιώνω πως δεν θέλουν να το ξαναζήσουν. Είμαι σωτήρας και δαίμονας τελικά».
Τα φώτα σβήνουν. Ο Καντίτ, έχει πια αποφασίσει να βάλει το λιθαράκι του στον κόσμο, ξεκινώντας από τον δικό του μικρό «κήπο». Μια ακόμη παράσταση με την υπογραφή του Θωμά Μοσχόπουλου παίρνει το δρόμο της, από την Κοζάνη ως την Αθήνα. Ακολουθείστε τη…
ΚΑΝΤΙΤ ή η Αισιοδοξία
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Παντελής Φλατσούσης
Βοηθός σκηνογράφου: Γεωργία Τσίπουρα
Β’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Ρωμανός Μαρούδης
Συμπαραγωγή: ΠΟΡΤΑ & ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνης
Πρεμιέρα στην Κοζάνη: 27 Οκτωβρίου Αίθουσα Τέχνης ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης
Πρεμιέρα στην Αθήνα: 18 Δεκεμβρίου Θέατρο ΠΟΡΤΑ
Με τους: Μιχάλη Συριόπουλο, Ελένη Βλάχου, Ειρήνη Μπούνταλη, Ευσταθία Τσαπαρέλη, Μάνο Γαλανή, Παντελή Βασιλόπουλο, Φοίβο Συμεωνίδη, Βασίλη Κουλακιώτη, Δημήτρη Φουρλή
*φωτογραφία εξωφύλλου Μαρία Μαυρίδου
**φωτογραφίες παράστασης Σακής Αναστασόπουλος
Το Art and Press δημιουργήθηκε με σκοπό την πολιτική, πολιτιστική και πολύπλευρη ενημέρωση των πολιτών. Πίσω από τη λειτουργία του Art and Press υπάρχει μία ομάδα «ανήσυχων» ανθρώπων, που προέρχονται από διάφορους κοινωνικούς χώρους, στους οποίους προσέφεραν και συνεχίζουν να προσφέρουν εθελοντικά όπου και όσο μπορούν. Η κοινή αγάπη των μελών της ομάδας μας για την πολιτική, τον πολιτισμό και γενικά την ενημέρωση, είναι η κινητήρια δύναμη για την παρακολούθηση, καταγραφή και παρουσίαση σε όλους εσάς, όσων συμβαίνουν. Δεν μας καθοδηγεί κανείς, δεν μας χρηματοδοτεί κανείς και ως εκ τούτου παραθέτουμε τα γεγονότα όπως ακριβώς λαμβάνουν χώρα. Η πορεία του Art and Press είναι συνεχόμενα και ραγδαία ανοδική όσον αφορά την προσέλκυση επισκεπτών / αναγνωστών τόσο στην κύρια ιστοσελίδα όσο και στο κανάλι του Youtube.