Please enable JS

Μαίρη Χρυσανθακοπούλου




Paradise ή μια ιστοριούλα χωρίς καμία τραγικότητα…

Τι σκέφτηκες όταν πρωτοδιάβασες το έργο;

Το κείμενο το φτιάξαμε εμείς. Όλα ξεκίνησαν όταν η φίλη, Δήμητρα Ταρούση, μάς μάζεψε μια μέρα -εμένα και τον Χάρη Φραγκούλη – και μας μίλησε με πολύ ενθουσιασμό για ένα βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα που είχε διαβάσει και την είχε εμπνεύσει, για «το Αίμα της Αγάπης». Για εμένα ήταν πραγματικά πρωτόγνωρο και παράξενο να ακούω κάποια τόσο ενθουσιασμένη με κάτι που στην κυριολεξία ακόμα δεν υπήρχε, όμως εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι η ιδέα είχε ήδη σχηματιστεί μες στο μυαλό της και έψαχνε τα υλικά για να εκφραστεί. Ξεκινήσαμε έτσι πολλές συζητήσεις, προσπαθώντας να διαμορφώσουμε το ποια ιστορία θέλουμε να αφηγηθούμε, περάσαμε από σαράντα κύματα και όταν τελικά πρωτοδιάβασα το έργο μας ολοκληρωμένο, λίγο πριν την πρώτη μας παράσταση, νομίζω ότι ένιωσα πολύ περήφανη για τη συνδιαμόρφωση αυτού του κειμένου και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι όλο αυτό προέκυψε από εκείνη την πρώτη βιντεοκλήση με τον Χάρη και τη Δήμητρα.

Tι πιστεύεις ότι έχει να μας δώσει το συγκεκριμένο κείμενο σήμερα, ειδικά στις υπάρχουσες συνθήκες;

Θα έλεγα ότι αυτό είναι το σκεπτικό με το οποίο φτιάχτηκε τελικά η παράσταση. Είχαμε εξαρχής τελικά μια υποσυνείδητη πεποίθηση ότι αυτό που έπρεπε να κάνουμε είναι ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο. Ότι είμαστε μία κοινωνία δέσμια ενός πράγματος που λέγεται πατριαρχία και μπορεί σήμερα πλέον να (προσπαθούμε να) το αντιλαμβανόμαστε συνειδητά και να το κατονομάζουμε, υπάρχει ωστόσο ένα νήμα από πολύ παλιά. Αναρωτιόμαστε από πότε; Πόσο πίσω πάει αυτό; Εμείς σκεφτόμαστε μάλλον από την αρχή του κόσμου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα. Ξεκινήσαμε, λίγο χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ένα ταξίδι αναζήτησης ταυτότητας. Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει εμένα, τη μάνα μου, τη γιαγιά μου; Πώς μεγάλωσε άραγε η μάνα μου και η γιαγιά μου; Τι άκουγαν στο σχολείο, τι τους έλεγε ο παπάς; Στο σπίτι τι κουβέντιαζαν, στη γειτονιά τους τι έβλεπαν; Τα τραγούδια που έλεγαν για να παρηγορηθούν ή και για να έρθουν στο κέφι, τι αφηγούνται για τις ζωές τους και τις ζωές των δικών τους προγόνων; Ποσό σκληρά είναι και πόσο πόνο κρύβουν;

O δικός σου ρόλος;

Δεν είναι ένας, είναι πολλοί! Σε κάθε ιστορία ο ρόλος μας αλλάζει, και το ότι κάποιες από τις ιστορίες είναι αληθινά περιστατικά, που οι ίδιοι έχουμε ζήσει ως παιδιά, το κάνει πολύ ενδιαφέρον. Ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα σαν παιδί είναι τελείως διαφορετικός από τον τρόπο που τα βλέπεις ως μεγάλος. Γεγονότα που τότε θεωρούσες συνταρακτικά, σήμερα ως ενήλικας τα αντιμετωπίζεις σαν στερεοτυπικές συμπεριφορές και πράγματα που τότε, σε μιαν άλλη εποχή με τις δικές της κοινωνικές συνθήκες, για κάποιο λόγο πέρασαν στο ντούκου, όπως μια αυτοκτονία, σήμερα καταλαβαίνεις το βάθος και την τραγικότητά τους. Αυτό που κρατάω όμως σε σχέση με το σύνολο των ρόλων της παράστασης είναι ότι όλοι φαίνεται να κυκλώνουν ένα θέμα: το παιδί, η έφηβη, η μάνα, η γιαγιά, η γειτόνισσα, ο παπάς, η μαθήτρια, ο δάσκαλος, ο καφετζής, όλοι οι χαρακτήρες που προέκυψαν είμαστε εμείς. Είναι οι δικοί μας, οι κοντινοί μας. Το τέρας ζούσε από πάντα ανάμεσά μας και το τρέφαμε. Το χέρι που μας σκότωνε, συχνά μας είχε πρώτα αγκαλιάσει.




“Ρούχο ματωμένο που ’χει κολλήσει πάνω στο γυναικείο κορμί, που το σέρνει όπως την ουρά του νυφικού, που το κουβαλάει από πριν, σαν το προπατορικό αμάρτημα”, Τι σκέφτεσαι όταν διαβάζεις αυτό το σημείο από το έργο;

Η πρόταση αυτή δεν υπάρχει στο έργο, προέρχεται αν θυμάμαι σωστά από ένα κείμενο της Δήμητρας, από τα πρώτα-πρώτα που είχαμε αρχίσει να γράφουμε, κατά τη διαδικασία έρευνας και αναζήτησης του θέματος της παράστασης. Μου φέρνει στον νου πολλά. Θυμάμαι τις συζητήσεις που κάναμε για το αίμα της πρώτης περιόδου και πως μερικά χρόνια πριν η έναρξη της εφηβείας σηματοδοτούσε ταυτόχρονα για ένα κορίτσι και την είσοδό του στο νυφοπάζαρο. Θυμάμαι τις κουβέντες μας για το κομμάτι του γάμου, ως μοναδικό τρόπο κοινωνικής αποκατάστασης μιας γυναίκας τον περασμένο αιώνα (εναλλακτικά, υπήρχε ο μοναχισμός). Θυμάμαι τις συζητήσεις μας για το αίμα της παρθενίας, για το τεράστιο βάρος με το οποίο έχει σηματοδοτηθεί κοινωνικά μια μεμβράνη μερικών χιλιοστών που λέγεται παρθενικός υμένας, για τα ματωμένα σεντόνια που την επαύριο του γάμου έπρεπε να δει όλη η γειτονιά. Για τις ιστορίες που έχουμε ακούσει για γυναίκες που, θέλοντας να κρύψουν πως είχαν κάνει έρωτα πριν τον γάμο τους, σκαρφίζονταν για να γλιτώσουν τους πιο ευφάνταστους τρόπους για να ματώσουν τα σεντόνια τους. Και, φυσικά, η ουρά του νυφικού διαχρονικά έχει διττή σημασία: Πρώτον, σε κάνει πιο δυσκίνητη, να μην μπορείς να φύγεις. Δεύτερον, σε κάνει πιο μεγαλοπρεπή. Παντρεύτηκες, άρα έγινες κυρία, απέκτησες αξία, έξω από το σπίτι, γιατί μέσα μπορεί να τρως και καμιά σφαλιάρα.

Όμως, πρωταρχικά, αυτό που μου φέρνει στο μυαλό αυτή η πρόταση, είναι η αίσθηση ότι το γυναικείο κορμί από πάντα ήταν ένας βωμός θυσίας, βουτηγμένος στα αίματα. Μια γυναίκα που προχωρά σέρνοντας το ματωμένο της ρούχο, σημαίνει πως δεν έχει καν το δικαίωμα να σταθεί και να αναγνωρίσει τα τραύματά της, να τα ονομάσει και να τους δώσει αξία. Μα έτσι δεν ήταν πάντα; Εκατομμύρια γυναίκες έζησαν περνώντας από την εξουσία του πατέρα στην εξουσία του συζύγου, χωρίς ποτέ να ερωτηθούν για τα πραγματικά τους θέλω. Ξάπλωσαν σε κρεβάτια που δεν επέλεξαν, γέννησαν παιδιά που δεν επιθύμησαν. Μα έτσι δε γίνεται ακόμα και τώρα; Ακόμα οι γυναίκες θεωρούνται κτήμα των ανδρών, χτες έγινε άλλη μια γυναικοκτονία. Γυναίκες βιάζονται και κυριαρχεί το αίσθημα της ντροπής, ντρέπονται για αυτό που τους συνέβη, φοβούνται ότι θα κατηγορηθούν πως έφταιγαν. Τις ματώνουν και το αίμα κολλάει στο κορμί τους σαν γλιτσιασμένη ντροπή και κανείς δεν τις βοηθά να το πετάξουν από πάνω τους, προχωρούν και συνεχίζουν να το κουβαλάνε.

Και τέλος, το προπατορικό αμάρτημα. Ο χριστιανισμός, που ευαγγελίζεται μια κοινωνία αγάπης και ισότητας μεταξύ όλων των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, ξεκινάει την ιστορία του δίνοντάς μας έναν σαφή διαχωρισμό των δύο φύλων: ο Αδάμ φτιάχνεται πρώτος, η Εύα φτιάχνεται από το πλευρό του. Τους δίνεται η ελευθερία να φάνε από όλα τα δέντρα, εκτός από ένα. Η Εύα είναι αυτή που παραπλανάται από το φίδι, που γεύεται τον καρπό της αμαρτίας, που παροτρύνει τον Αδάμ και τελικά αμαρτάνει κι αυτός. Κατά μία έννοια λοιπόν, στη χριστιανική θρησκεία, που τόσο βαθιά μάς έχει εμποτίσει και συνεχίζει να μας εξουσιάζει σαν λαό, πηγή του κακού είναι η γυναίκα. Επειδή όμως όλα αυτά είναι συμβολισμοί, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι απέγινε και η φερόμενη σε κάποια θρησκευτικά κείμενα ως πρώτη γυναίκα του Αδάμ, που φτιάχτηκε ίση με αυτόν και διεκδίκησε την ισότητα αυτή μέχρι τέλους, η Λίλιθ: εξοβελίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες και ανήκει πλέον στα Απόκρυφα (ψευδεπίγραφα) βιβλία της Αγίας Γραφής. Για περισσότερες πληροφορίες, ελάτε στην παράστασή μας!

AAABB

AAABB
Array