Please enable JS

Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος: Είμαι εθισμένος στη “ρουτίνα” του θεάτρου

Χαρακτηρίζεται- και όχι άδικα- ως ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του και όχι μόνο. Ο νεαρός που σκαρφίστηκε ένα ψέμα, για να παρακολουθήσει, ως ακροατής, μαθήματα στο Εθνικό και μετά από τις επιτυχείς εξετάσεις σε αυτό, προτίμησε να φοιτήσει στο Θέατρο Τέχνης, διαθέτει εκτός από αδιαμφισβήτητο ταλέντο, την άσβεστη αγάπη για το θέατρο, διατηρώντας την ορμή και τη φλόγα του πρώτου έρωτα μαζί του, παράλληλα με μια ισχυρή, συχνά αδιαπραγμάτευτη, προσωπική άποψη για τα πράγματα.  Άποψη  που μοιράζεται μαζί μας σε μια συνάντηση με αφορμή την παράσταση «O Φάρος» του Κόνορ Μακφέρσον, όπου συμπρωταγωνιστεί μαζί με τους Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, ο οποίος  και σκηνοθετεί και  Αιμίλιο Χειλάκη, Νίκο Ψαρά, Προμηθέα Αλειφερόπουλο . Μια παράσταση με σαρωτικές ερμηνείες που έπειτα από την επιτυχημένη της πορεία στην Αθήνα, κέρδισε  το κοινό της Θεσσαλονίκης (συνεχές sold out), στη σκηνή του θεάτρου Αριστοτέλειον και συνεχίζεται ως τις 29 Απριλίου.

Ο «Φάρος» θα ανέβει και την ερχόμενη χειμερινή σεζόν στην Αθήνα, λόγω της μεγάλης της επιτυχίας, ενώ αρχίζουν οι πρόβες για την Επίδαυρο, όπου θα ερμηνεύσει τον ρόλο του Ευριπίδη, στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, στον απόηχο της κινηματογραφικής του συνεργασίας του με τον Γιάννη Σμαραγδή, στην  πολυσυζητημένη ταινία για τον Νίκο Καζαντάκη, αφού ο φακός τον λατρεύει, όσο εξιτάρει τον ίδιο η σκηνή. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος δηλώνει ηθοποιός αν και έχει αναλάβει,  κατόπιν πρότασης πάντα, ρόλο σκηνοθέτη. Είναι, όπως λέει, ο τρόπος  να καταθέσει πιο ολοκληρωμένα την άποψη του στην αφήγηση, μια που πάντα τον τρώει η συνολική ματιά σε ένα έργο κι όχι μόνο ο δικός του χαρακτήρας. Όλα παίρνουν σιγά-σιγά τη θέση τους στη συζήτησή μας. Πως όμως  αντιμετωπίζει  ο ίδιος τον θαυμασμό του κοινού που τον ακολουθεί φανατικά και πως αισθάνεται, όταν αντιλαμβάνεται, πως αποτελεί πρότυπο;

«Σέβομαι και με τιμά η εκτίμηση, όπως αυτή εκφράζεται από τον κόσμο, όταν αυτό αφορά στο καλλιτεχνικό μου αποτέλεσμα και πορεία, αν και δεν νιώθω τόσο ξεχωριστός. Αυτό έχει κάτι γλυκό και ειλικρινές. Έχει ένα βάθος που ξεκινά από το ό,τι αναγνωρίζει τη ματιά μου σε έναν ρόλο και όχι για αυτό που φαντάζεται ότι είμαι. Βρίσκω, όμως, υπερβολικό και αποτέλεσμα έλλειψης παιδείας, ο θεατής να διαμορφώνει, μέσα από έναν βομβαρδισμό πληροφοριών και εικόνων που κατακλύζουν τα ΜΜΕ, μια εικόνα για τον καλλιτέχνη, ενώ  παράλληλα τον ταυτίζει και με τους χαρακτήρες  τους οποίους υποδύεται. Αυτό μπορεί να απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Μπορεί να είμαι ο χειρότερος και γελοιότερος  άνθρωπος  του κόσμου στην προσωπική μου ζωή και καθημερινότητα. Κάτι άσχετο με την υποκριτική μου δεινότητα και καλλιτεχνική υπόσταση.

Δεν βρίσκω τον λόγο, λοιπόν, οι δηλώσεις μου επί παντός να γίνονται βαρύγδουποι τίτλοι,  να συζητιούνται και να γίνονται σημαία για τον κόσμο, όταν υπάρχουν  αξιολογότατοι  άνθρωποι, καταρτισμένοι και ειδικοί για κάθε θέμα που δεν τους δίνεται το βήμα και η απαιτούμενη  δημοσιότητα. Είναι παράλογο, κατά τη γνώμη μου, η δική μου άποψη-δήλωση να γίνεται αποδεκτή και να φέρει μια ιδιαίτερη βαρύτητα και a priori αποδοχή, σε σχέση με τη δική τους που μπορεί να περάσει στα ψιλά ή να μην ζητηθεί ποτέ».

Έξι φορές στην Επίδαυρο τις τρεις από αυτές πρωταγωνιστής, με την αξέχαστη ερμηνεία το περασμένο καλοκαίρι στην παράσταση του Εθνικού, Άλκηστη του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Μια ειρωνική καυστική ματιά, μια νέα ανάγνωση σε ένα αρχαίο δράμα που συζητήθηκε και για την οποία δηλώνει «συνυπεύθυνος».

«Η οπτική της Κατερίνας Ευαγγελάτου συνέπεσε με την δική μου οπτική στο έργο. Αυτή την υποκριτική λύπη για τον θάνατο της γυναίκας σου που πήρε τη θέση σου για να γλυτώσεις  τον δικό σου χαμό. Αυτή την τραγική γελοιότητα αυτού του ανάξιου ήρωα, με την όχι γνήσια λύπη, που στο τέλος όμως καταλήγει δυστυχής. Αυτή  η προσέγγιση, λοιπόν, προέκυψε από την προσωπική μου ανάγκη και ανησυχία να επανεξετάσω και να μετακινηθώ σε ένα νέο πλαίσιο και μια ανάγνωση, η οποία συνομίλησε δημιουργικά με το σύμπαν της Ευαγγελάτου. Ο πρώτος στίχος μου, ως Ευριπίδη στις Θεσμοφοριάζουσες, είναι από την Άλκηστη, αποτελεί συμπτωματικά για μένα μια αόρατη σύνδεση-συνέχεια… γιατί να θες να πεθάνει κάποιος στη θέση σου;

Στην Επίδαυρο έπαιξα για πρώτη φορά ως πρωτοετής του Θεάτρου Τέχνης με πλήρη άγνοια κινδύνου, μεταξύ μας, με την ίδια άγνοια ξεκίνησα νομίζω αι το θέατρο. Ήταν το ’97, τιμώντας τα 10 χρόνια από τον θάνατο του Κουν και θυμάμαι πως τρόμαξα πολύ αντικρίζοντας τόσο κόσμο να γεμίζει ασφυχτικά ένα θέατρο 12.000 θέσεων, χιλιάδες ζευγάρια μάτια και ψυχές. Το μέγεθος είναι που κάνει  την εμπειρία αυτή μοναδική. Είναι  ο μόνος χώρος στην Ελλάδα, όπου ο ηθοποιός έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε τόσο μεγάλο κοινό.

Σε προσωπικό επίπεδο  δεν το νιώθω για μένα, ως τη μέγιστη καταξίωση και δεν ήταν λίγες οι φορές που έχω αρνηθεί να παίξω στην Επίδαυρο. Αν δεν μου λέει πραγματικά κάτι το έργο και η συνεργασία ή αν δεν νιώθω πως μπορώ να τα υπηρετήσω επάξια, προτιμώ να ξεκουραστώ και να κάνω διακοπές με την οικογένεια μου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θεωρώ, πως έχω την κατάλληλη εκπαίδευση  για να υπηρετήσω το αρχαίο δράμα. Είναι ένα άλλο είδος με δικές του λειτουργίες και κώδικες σε μια τέτοιου μεγέθους σκηνή, όπου το βλέμμα σου δεν έχει αξία, δεν είναι ορατό και δεν σημαίνει ίσως τίποτα, όπου η κίνηση σηματοδοτεί με άλλο τρόπο κάθε τι και η φωνή απαιτεί άλλη τοποθέτηση. Όλα αυτά προϋποθέτουν την ανάλογη διδασκαλία και τριβή με το είδος, αφού η εμπειρία είναι πολύτιμη και καθοριστική.

Όταν στις δραματικές  σχολές αυτό γίνεται σε αίθουσες 3Χ5 και οι πρόβες μας για την παράσταση σε αυλές σχολείων, δεν μπορείς να πεις πως πραγματικά είσαι έτοιμος. Κάποτε για τις παραστάσεις του Εθνικού στην Επίδαυρο, γινόταν επί τρεις βδομάδες πρόβες στον χώρο και τώρα πάμε Δευτέρα, για να στήσουμε Τρίτη και να κάνουμε τεχνική πρόβα Τετάρτη, γενική Πέμπτη και να παίξουμε Παρασκευή. Και αναρωτιέμαι δεν υπάρχουν διαθέσιμοι χώροι, κατάλληλοι για τη συνεχή εκπαίδευση των σπουδαστών; Π.χ. Το Κρατικό δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιεί όλο τον χρόνο το Θέατρο Δάσους για αυτόν το σκοπό; Αυτή τη σεζόν έπαιξα 160 φορές στον Φάρο και θα συμπληρώσω τις 320 τουλάχιστον, μέσα στον  χειμώνα, αφού θα επαναληφθεί. Αρχαίο δράμα στην Επίδαυρο, ακόμη και να παίζω σε δύο παραστάσεις κάθε καλοκαίρι, θα παίξω 80 φορές. Αυτό τα λέει όλα».

Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που φλερτάρει με τη μεγάλη οθόνη, εκτός από τις συμμετοχές σε γνωστές και επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές. Τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση στην πολυσυζητημένη ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Καζαντζάκης».

«Αυτή τη συνεργασία με τον Γιάννη Σμαραγδή την έχω κρατήσει με αγάπη στην καρδιά μου. Ένα ευχάριστο  και χρήσιμο ταξίδι που με έκανε πλουσιότερο. Διερεύνηση, αποκωδικοποίηση και αποτύπωση αυτής της πολυσχιδούς προσωπικότητας που μέσα στις λαβυρινθώδεις διαδρομές της σκέψης και της δράσης της ήταν γεμάτη αντιφάσεις, διαρκώς αυτοαναιρούμενη, μονίμως επαναπροσδιοριζόμενη και ανήσυχη. Ταξίδια και συναντήσεις ζωής, φιλοσοφικές μάχες και ιδεολογικές αναζητήσεις και μέσα σε όλα αυτά μια συγκλονιστική επιστολογραφία και κάπου εκεί η Γαλάτεια. Για ποιόν να μιλήσεις;  Τον Καζαντζάκη ταξιδευτή ή τον Καζαντζάκη φιλόσοφο; Τον άνθρωπο; Το πολιτικό όν; Τον ποιητή ή τον συγγραφέα; Γιατί ο Καζαντζάκης έγραψε μυθιστορήματα  μετά τα 50. Τον Καζαντζάκη ποιάς  περιόδου; Παρίσι ή Ελλάδα; Ο επηρεασμός από τον Νίτσε και η Ασκητική. Τον Καζαντζάκη κομμουνιστή ή τον Καζαντζάκη όταν αρνήθηκε αυτή την πολιτική ταυτότητα;

Μεγάλο το δίλημμα του τι θα λεχθεί. Στόχος δεν ήταν ένα βιογραφικό ντοκιμαντέρ για τον  Καζαντζάκη και το έργο του. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να χωρέσει σε μια ταινία. Θα χρειαζόταν πολλές ώρες και επεισόδια. Έτσι είδαμε να  αποτυπώνεται μια μυθιστορηματική βιογραφία του βασισμένη στην Αναφορά στον Γκρέκο, με πρόθεση να φωτιστεί στο μέγεθος του δυνατού η ανθρώπινη διάσταση του κι αυτό να γίνει αφορμή να υποψιαστεί το κοινό, ποιος ήταν ο Καζαντζάκης και να παρακινηθεί να τον γνωρίσει διαβάζοντας το έργο του. Κι αλήθεια, πόσους ξέρεις που έχουν διαβάσει το κορυφαίο έργο του, την Οδύσσεια;»

Τελικά ποιος έχει τη σημαντικότερη θέση στην καρδιά του το θέατρο ή ο κινηματογράφος;

«Στο θέατρο συνήθως συναντούμε ένα υπαρξιακό βάθος απείρως μεγαλύτερο από ότι στο σινεμά. Η εξέλιξη του χαρακτήρα περνάει από άλλα φίλτρα και διαδικασίες. Στον κινηματογράφο υπερισχύει η ανάγνωση του σκηνοθέτη. Δεν υπάρχει η άμεση σχέση με τον θεατή. Μπορεί να πιστεύεις πως μπροστά στην κάμερα έχεις δώσει ρεσιτάλ και έχεις το τέλειο βλέμμα για τη σκηνή ή ο τρόπος που κούνησες το χέρι σου να σηματοδοτεί κάτι που ολοκληρώνει την εικόνα του ήρωα, για να ανακαλύψεις, πολύ αργότερα και μετά το μοντάζ, πως στο πλάνο ακούγεται μόνο η φωνή σου και ο σκηνοθέτης κάνει κοντινό στα μάτια της πρωταγωνίστριας.

Επίσης, πρέπει να ομολογήσω πως είμαι εθισμένος στη «ρουτίνα» του θεάτρου. Αυτή τη συνεχή καθημερινή επανάληψη της παράστασης. Ακούγεται κουραστικό και καταναγκαστικό π.χ. επί 6 μήνες να παίζεις κάθε μέρα τον ίδιο ρόλο. Κι όμως, δουλεύοντάς τον ξανά και ξανά, μπαίνεις σε έναν μονόδρομο συνεχούς αποκάλυψης. Μπαίνεις όλο και πιο βαθιά και ξεφυλλίζεις νέες κρυμμένες σελίδες του κειμένου. Έρχεσαι αντιμέτωπος με όλους τους  θανάτους,  κάθε σου προηγούμενης ερμηνείας και τους  αντικρίζεις, βλέπεις αυτούς τους ρόλους που έπλασες να πεθαίνουν και αποκτάς όλο και πιο βαθιά συναίσθηση του κειμένου. Είναι συγκλονιστική η ένταση-έκσταση αυτής της στιγμής που συναντάς το έργο  και τον χαρακτήρα σε μια νέα διάσταση που δεν ξέρεις αν μπορείς να επαναλάβεις, αλλά είναι βέβαιο, πως θες να ξεπεράσεις χωρίς όρια, σε μια διαρκή αναζήτηση ενός κρυμμένου θησαυρού που νικά την φυσική τάση της φθοράς της. Της φθοράς που οδηγεί στην παραίτηση και τη διεκπεραίωση ενός ρόλου. Για μένα, αν βαρέθηκες τον ρόλο σταμάτα να παίζεις».

Αν στον «Φάρο» εκτός άλλων βλέπουμε  έναν ύμνο στην ανδρική φιλία και έναν διάλογο με τη συνείδηση, πως λειτουργούν αυτά στη ζωή του;

«Τα χαρακτηριστικά μιας βαθιάς φιλίας είναι ίδια σε άντρες και γυναίκες. Δεν θα τα διαχώριζα. Αλλά πιστεύω, πως εμείς οι άντρες, ως πιο μονοδιάστατα, μονολιθικά όντα, παραβλέπουμε λεπτομέρειες, σε χαρακτήρες και συμπεριφορές, ή τα προσπερνάμε εύκολα, βλέποντας τα πράγματα πιο απλοϊκά. Έτσι, είναι ίσως πιο εύκολο να διατηρήσουμε μακροχρόνιες φιλίες. Οι γυναίκες είναι πιο σύνθετα όντα, με αντίληψη διαφορετική για τα πράγματα που, συχνά στα μάτια μας, μπορεί να φαίνονται υστερικές. Αλλά, διαθέτουν μια απίστευτη συναισθηματική νοημοσύνη και τον τρόπο να βλέπουν πίσω από το προφανές, στην οποία υποκλίνομαι.

Η συνείδηση με επισκέπτεται κάθε μέρα και δεν μου χαρίζεται, κάνοντας έντονη την παρουσία της. Κι αυτό με βοηθάει να βελτιώνομαι, αντιμέτωπος με τον ίδιο μου τον εαυτό».

@Μαρία Μαυρίδου

Array