Please enable JS

Ο Τάσος Αντωνίου μιλά για την μουσική παράσταση “Ο Πατέρας μου η Αθήνα”

Γιατί αποδέχτηκες την πρόταση της Μάνιας Παπαδημητρίου να είσαι στη νέα μουσική παράσταση « Ο Πατέρας μου η Αθήνα»;

Με τη Μάνια Παπαδημητρίου γνωριζόμαστε από το 2007, όταν αναζητούσε έναν ηθοποιό για της ανάγκες μιας παράστασης που θα σκηνοθετούσε. Λίγο καιρό πριν με είχε δει σε μια ακρόαση του Εθνικού, της είχα κάνει θετική εντύπωση και με είχε στο νου της. Την ίδια στιγμή τα παιδιά με τα οποία δούλευε την παράσταση με γνώριζαν και με πρότειναν κι αυτά χωρίς να γνωρίζουν ότι επρόκειτο για το ίδιο άτομο. Έτσι, και οι δύο προτάσεις συγκλίνανε στο ίδιο πρόσωπο. Η παράσταση ήταν το «Με ένα καράβι φορτηγό» και έμελλε να έχει μία αξιόλογη πορεία καθώς παίχτηκε για δύο χειμωνιάτικες σεζόν, έκανε καλοκαιρινή περιοδεία και παρουσιάστηκε στο διεθνές φεστιβάλ θεάτρου στην Τυφλίδα και στην Κύπρο. Επίσης, η Μάνια ήταν υποψήφια για το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολου Κουν. Έκτοτε έχουμε συνεργαστεί σε πολλές άλλες δουλειές, σε δικά της κυρίως κείμενα ή σκηνικές συνθέσεις. Έχω υπάρξει ακόμα στενός της συνεργάτης την περίοδο που διετέλεσε βουλευτής. Μετράμε πολλά χρόνια αγαστής συνεργασίας και ειλικρινούς φιλίας. Τρέφω βαθιά εκτίμηση για την ίδια ως άνθρωπο, ως καλλιτέχνη και ως πολιτικό και κοινωνικό ον.

Ήταν επόμενο, λοιπόν, να δεχτώ με μεγάλη χαρά την πρότασή της να συμμετέχω στο νέο της εγχείρημα. Η πρώτη ανάγνωση που μας έκανε του κείμενου που είχε γράψει για τον πατέρα της και την Αθήνα ομολογώ ότι με συνεπήρε αμέσως. Γέλασα, αναπόλησα, συγκινήθηκα, προβληματίστηκα και όταν ολοκληρώθηκε είχα νιώσει σαν να είχα κάνει ένα υπέροχο ταξίδι στο χρόνο με πολλά και πλούσια συναισθήματα, εικόνες, μουσικές, αναμνήσεις, αισθήσεις. Ένα παρόμοιο ταξίδι ελπίζουμε να κάνουν και οι θεατές στην παράστασής μας.

Τι ιδιαίτερο θα έχει η παράσταση, ώστε να έρθουμε να την δούμε;

Οι παραστάσεις της Μάνιας Παπαδημητρίου που βασίζονται σε δικά της κείμενα, παρουσιάζουν το εξής γνώρισμα. Ενώ περιέχουν, συνήθως, μια προσωπική κατάθεση, μια ανάκληση αναμνήσεων και βιωμάτων διανθισμένη με μύχιες σκέψεις, εκμυστηρεύσεις και ομολογίες, καταφέρνουν να διεγείρουν το συλλογικό ασυνείδητο και να αφορούν τον κάθε ένα θεατή χωριστά και όλους μαζί. Το δικό της ιδιωτικό βίωμα γίνεται καθολικό και αγκιστρώνει την ψυχή και το μυαλό του θεατή και ακροατή, μιας και η μουσική και το τραγούδι παίζουν καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη βουτιά στο χρόνο, ο οποίος παρασύρεται να κάνει την αναγωγή σε δικές του εμπειρίες, αναμνήσεις και βιώματα. Τα θέματα που θίγει αφορούν τους ανθρώπους της γενιάς της αλλά μέσα από το τραγούδι και το χιούμορ καταφέρνει να ακουμπήσουν και νεότερους ανθρώπους. Και αυτό είναι ακριβώς που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές και τις διαφορετικές αντιλήψεις. Το είχε καταφέρει με μεγάλη επιτυχία στην προηγούμενη αντίστοιχη δουλειά που είχε κάνει για τη γιαγιά της, που λεγόταν «Το χαμόγελο της γιαγιάς» και η οποία παιζόταν για πολλά χρόνια. Στην τωρινή παράσταση η Μάνια καταπιάνεται με τον πατέρα της και την αίσθηση της πόλης της Αθήνας που είχε από αυτόν. Από τη μία η αινιγματική, χαρισματική, εμβληματική πατρική φιγούρα που λειτουργεί ως μυσταγωγός στα κρυφά νοήματα τη ζωής και της μουσικής. Και από την άλλη η Αθήνα, πόλη της παρέας και της νοστιμιάς, όπου η ανάγκη της συνεύρεσης, της συνεστίασης και του γλεντιού διατηρείται από την εποχή των καντάδων μέχρι τις νεανικές παρέες του σήμερα. Ο πατέρας της, ως εμπειροτέχνης μουσικός, ψυχή της παρέας αλλά και ως άνθρωπος της πιάτσας και του εμπορίου, γίνεται ο φορέας όλων των ιδιαίτερων ακουσμάτων, αντιλήψεων και συνηθειών μιας εποχής με πολλές αντιφάσεις αλλά και με μία κρυστάλλινη αγνότητα, μια αφοπλιστική αθωότητα και μια γοητευτική απλότητα που λείπει από τις μέρες μας. Αλλά και η πόλη της Αθήνας την εποχή εκείνη ήταν μια πόλη με πολλές αντιθέσεις που αποτυπώνονται στον πλούτο και την ποικιλία των μουσικών ακουσμάτων. Έτσι, στην παράσταση μας η αφήγηση συνυφαίνεται με ένα μωσαϊκό γνωστών μουσικών μελωδιών από έντεχνους δημιουργούς και λαϊκούς τραγουδοποιούς. Ταυτόχρονα, την σύνθεση της παράστασης αλλά και της εποχής συμπληρώνει η βιντεοπροβολή ντοκουμέντων και εικόνων που συνδιαλέγονται με την αφήγηση και τη μουσική.

Το κείμενο ασχολείται με τη λαογραφία τούτης της παλαιάς Αθήνας. Πόσο κοντά σου την ένιωσες;

Η δική μου γενιά έχει μεγαλώσει με τον αστικό μύθο μιας Αθήνας της γειτονιάς, της ανθρωπιάς, της παρέας, της απλότητας και των ειλικρινών συναισθημάτων μέσα στην οποία μεγάλωσαν οι γονείς μας και η οποία έπαψε να υφίσταται με αυτό τον τρόπο τα χρόνια που εμείς μεγαλώναμε, τις δεκαετίες ’80 και ’90. Στη διατήρηση του μύθου αυτού έχουν συμβάλλει πολύ οι ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και οι αφηγήσεις των γονιών μας. Από αυτά τα ντοκουμέντα και τις μαρτυρίες πράγματι φαίνεται ότι η αίσθηση της πόλης και της ζωής της σήμερα διαφέρει πολύ από τότε. Και είναι τόσο ισχυρά που ασυνείδητα μας μπόλιασαν με αναμνήσεις, εικόνες και αισθήσεις που ποτέ δεν έχουμε ζήσει. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και για τη γενιά των γονιών μας η Αθήνα των καντάδων, των café-aman και των χωμάτινων λεωφόρων πιθανόν να έμοιαζε αντίστοιχα μακρινή και εξιδανικευμένη. Η παράσταση διατρέχει και τις τρεις αυτές γενιές μέσα από τα χρόνια που καλύπτει η ζωή του πατέρα της Μάνιας (1912-2003), ενώ φιλοδοξεί να μιλήσει και στις σύγχρονες γενιές και να τις συνδέσει με το παρελθόν και την ιστορία αυτής της πόλης.

Πιστεύεις ότι οι καλλιτέχνες μετά απ’ όλες τις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας θα έπρεπε να αλλάξουν τρόπο σκέψης και διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους σε σχέση με το παρελθόν;

Η εμπειρία των δύο τελευταίων χρόνων, με τα αλλεπάλληλα lockdown και την πολιτική, κοινωνική και οικονομική απαξίωση των ανθρώπων της τέχνης από το επίσημο κράτος, αποκάλυψε τα σαθρά θεμέλια πάνω στα οποία λειτουργούσε τόσα χρόνια η πολιτιστική δημιουργία και παραγωγή στην Ελλάδα. Η πολιτική και οικονομική ηγεσία αυτού του τόπου (αλήθεια δεν ταυτίζονται ή, έστω, συνδέονται πολύ στενά αυτά τα δύο;) αντιμετωπίζει τον τομέα του πολιτισμού και τον καλλιτεχνικό χώρο ως μία πολυτέλεια για την κοινωνία, ως μία ανάγκη που καλύπτει το «ευ ζην» των πολιτών, η οποία μπορεί να «παραμερίσει» ή να «παγώσει», προκειμένου να καλυφθούν σε πρώτη προτεραιότητα οι ανάγκες του «ζην». Φυσικά μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού η τέχνη, πέρα από ότι απασχολεί πολλούς ανθρώπους, λειτουργεί ως θεραπεία και φροντίδα για τη ψυχή και το νου και συμβάλλει κατά πολύ στην ψυχική υγεία και συγκρότηση των πολιτών, ιδιαίτερα σε δύσκολες και πιεστικές περιόδους σαν αυτή που βιώσαμε. Εξάλλου, ο χώρος αυτός ήταν ο πρώτος που υπέστη καίρια πλήγματα με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην αρχή της δεκαετίας του 2010. Η περίοδος του κορονοϊού ήρθε να ολοκληρώσει την απορύθμιση και απαξίωσή του. Πιστεύω ότι αυτό έγινε βιωματικά αντιληπτό από τους ανθρώπους του χώρου όλων των τάσεων, των κομματικών αποχρώσεων και οικονομικών απολαβών. Δίνεται, λοιπόν, η ευκαιρία για μία ανασύνταξη. Για μία αναθεώρηση των όρων και των πρακτικών που λειτουργούν στο χώρο. Για μία επανεκκίνηση με πιο ξεκάθαρους στόχους και ζητούμενα. Για μία εξυγίανση των μηχανισμών που υπερασπίζονται τα συμφέροντα και τη βιωσιμότητα των ανθρώπων του χώρου. Για μία συσπείρωση με σκοπό τη διεκδίκηση συνθηκών αξιοπρέπειας και κοινωνικής αναγνώρισης. Είναι στο χέρι μας να εκμεταλλευτούμε αυτή την ευκαιρία.