Please enable JS

Αύγουστος Κορτώ

Πάντα με ελκύει η σκοτεινή πλευρά της ζωής.

Συνέντευξη στον Θάνο Ζαχαράκη. 

Ο Αύγουστος Κορτώ είναι ένας από τους πιο ξεχωριστούς σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, με σπουδές στην Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ που δεν ολοκλήρωσε ποτέ, βρήκε πολύ νωρίς τον δρόμο του στη λογοτεχνία. Από το 1999, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «Το βιβλίο των βίτσιων»,έως σήμερα, έχει δημιουργήσει ένα πολυδιάστατο έργο που ισορροπεί ανάμεσα στην πρόκληση και τη συγκίνηση. Με ειλικρίνεια και ευαισθησία, έχει γράψει για τον θάνατο, την απώλεια, την αγάπη και την ψυχική υγεία, ενώ έργα του όπως «Το βιβλίο της Κατερίνας» και «Η μικρή λέξη αγάπη» έχουν γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και στο θέατρο. Με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Σταυραετός και Κούκος» από τις Εκδόσεις Πατάκη, ο Αύγουστος Κορτώ μιλά για τη διαδικασία της δημιουργίας του, για τους λόγους που πιστεύει πως έχουν γίνει τόσο αγαπητά τα βιβλία του και πολλά ακόμη.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο, «Σταυραετός και Κούκος» (Εκδόσεις Πατάκη). Θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό; Πώς γεννήθηκε η ιδέα της ιστορίας και τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε περισσότερο στη συγγραφή της;

To βιβλίο αυτό δεν προέκυψε από κάποια ιδέα, ή από μια ιστορία. Ξαφνικά, ένα πρωί, είδα στο μυαλό μου μια κοκκινομάλλα κοπέλα να ανεβαίνει το καλντερίμι ενός χωριού, όπου ήταν ανεπιθύμητη, όπου όλοι τη θεωρούσαν ένοχη βαριάς προδοσίας. Μαζί της, είχε δυο παιδιά – ένα αγοράκι, κι ένα μικρότερο κορίτσι στον κόρφο της. Κι έπειτα άρχισα να εξερευνώ αυτή την εικόνα, προσπαθώντας να μαντέψω ποιο ήταν το παρελθόν και ποιο το μέλλον της. Η κοπέλα λεγόταν Σμαρώ, και το χωριό της Σταυραετός. Απ’ αυτές τις λιγοστές γνώσεις γεννήθηκε η υπόλοιπη ιστορία.

Δύο από τα βιβλία σας, «Το βιβλίο της Κατερίνας» και «Η μικρή λέξη αγάπη», έχουν μεταφερθεί με μεγάλη επιτυχία στο θεατρικό σανίδι. Ποια είναι τα συναισθήματά σας όταν βλέπετε τα έργα σας να «ζωντανεύουν» στη σκηνή; 

Είναι πάντα συγκινητικό, και μου δίνει μεγάλη χαρά, αν και δυστυχώς, λόγω της ψυχικής μου ιδιοσυστασίας, δυσκολεύομαι τρομερά να πάω στο θέατρο, στο σινεμά, στις συναυλίες. Ιδίως αν το κείμενο είναι δικό μου – ο πανικός παραμονεύει, και δεν θέλω να χαλάσω την παράσταση βγαίνοντας απ’ τον χώρο σαν αφηνιασμένος κάπρος.

Θα σας ενδιέφερε κάποιο από τα βιβλία σας να μεταφερθεί στη μικρή οθόνη ως τηλεοπτική σειρά; Και αν ναι, ποιο έργο θεωρείτε ότι θα «ταίριαζε» καλύτερα σε μια τέτοια διασκευή;

Είναι σαφώς ενδιαφέρον ως ιδέα, αλλά επειδή δεν έχω μεγάλη επαφή με τις αφηγήσεις της ελληνικής τηλεόρασης, δεν ξέρω κατά πόσον τα βιβλία μου ταιριάζουν σ’ αυτό που θέλουν τα κανάλια, οι τηλεοπτικοί δημιουργοί, και οι τηλεθεατές. Ως τώρα, έχουν γίνει κάποια «προξενιά», αλλά οι τηλεοπτικοί σταθμοί δίστασαν, επειδή τα βιβλία μου θεωρήθηκαν υπερβολικά άγρια. Δεν εκπλήσσομαι, φυσικά – πάντα με ελκύει η σκοτεινή πλευρά της ζωής, ο ψυχισμός που κατακερματίζεται, η βία των ανθρώπων και της ιστορίας.

Πότε καταλάβατε για πρώτη φορά ότι θέλετε να γράφετε ιστορίες;

Όταν έγραψα το πρώτο μου, σύντομο διήγημα, τον Αύγουστο του 1996. Ήταν τόσο απολαυστικό, που ήθελα να συνεχίσω. Κόλλησα το γράψιμο γράφοντας.

Έχετε μιλήσει ανοιχτά για την ψυχική υγεία. Σας έχει βοηθήσει η γραφή σαν είδος θεραπείας;

Είναι λυτρωτικό να μιλάς ελεύθερα για προβλήματα που επί αιώνες περιβάλλονταν από σιωπή και ντροπή. Και το θεωρώ χρέος μου, γιατί είμαι απ’ τους τυχερούς, που έλαβαν αγάπη, στήριξη και θεραπεία. Αν μπορώ να βοηθήσω έστω κι έναν άνθρωπο να απαλλαγεί απ’ τον ψυχικό πόνο, είμαι ευτυχής.

Τα βιβλία σας έχουν αγαπηθεί πολύ από το κοινό. Τι πιστεύετε ότι τα κάνει τόσο ξεχωριστά και γιατί οι αναγνώστες ταυτίζονται τόσο έντονα με τις ιστορίες και τους χαρακτήρες σας;

Ίσως επειδή γράφω χύμα. Δεν είμαι στυλίστας, δεν σκαρώνω δύσκολα βιβλία, αφηγούμαι τις ιστορίες μου όσο μπορώ πιο απλά, με τη συγκίνηση που μου εμπνέουν. Ο σκοπός μου είναι να μην αφήνεις το βιβλίο μου απ’ τα χέρια σου. Μπορεί γι’ αυτό να λαβαίνω τόση αγάπη – επειδή έχω απλοϊκές, ως και ταπεινές, φιλοδοξίες.

Array