Please enable JS

Ιωάννα Μερκουριάδου: Η 11η Εντολή είναι να μη μείνουμε αδιάφοροι απέναντι στον συνάνθρωπο.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα της «11ης Εντολής»; Τι ήταν το πρώτο ερέθισμα;

Όλα ξεκίνησαν πριν ενάμιση χρόνο περίπου… Ήταν Φεβρουάριος του ’24 και δουλεύαμε τότε πάνω σ’ ένα Αριστοφανικό κείμενο. Πόλεμοι, ανθρωποκτονίες, βία, εξουσία, θέση της γυναίκας, δημόσιο χρήμα… όλα αυτά τα “ωραία” που συμβαίνουν σε μια κατα τα άλλα εύρυθμη κοινωνία. Οι
συζητήσεις ατέρμονες… Και ενώ δεν υπάρχει κάποιος που να μην αγανακτεί με όλα αυτά, η κατάσταση ήταν και είναι η ίδια… ίσως στην εποχή μας να είναι χειρότερη. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα… Κάπως τυχαία, αλλά τελικά καθόλου τυχαία… ένα βράδυ πηγαίνοντας στην πρόβα, ανοίγω την πόρτα,
βλέπω τη Βιβή Σμυρλάκη (κορυφαία του χορού σ’ εκείνη την παράσταση) η οποία φόραγε κάτι μαύρα γυαλιά μυωπίας, κι έτσι όπως είχε τα μαλλιά της καρέ μου θύμισε τη Μούσχουρη… ξαφνικά άρχισα να τραγουδάω την 11η Εντολή και η Βιβή με ακολούθησε. Όσο κωμικό κι αν ακούγεται, πραγματικά
εκείνη τη στιγμή κάτι έγινε… Κάτι σαν κεραυνός που σε τραντάζει. Το τραγούδι το έχω ακούσει εκατοντάδες φορές… κι όμως, ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα το βάθος των στίχων του Γκάτσου. Αυτή η μαγική στιγμή σηματοδότησε την σύλληψη αυτού του έργου.

Γιατί επιλέξατε να συνομιλήσετε με τις Δέκα Εντολές και να προσθέσετε μία καινούργια;

Ουσιαστικά έγινε το ανάποδο. Πρώτα υπήρξε η Ενδέκατη Εντολή και μετά μου γεννήθηκε η ανάγκη να αναφερθώ στις Δέκα Εντολές. Ήταν και μια προσωπική μου αναζήτηση. Ποιές είναι ακριβώς οι δέκα εντολές; Τί πρεσβεύουν; τις τηρούμε; Μπορούμε να τις τηρήσουμε;
Στην παράσταση αναφέρονται όλες οι Εντολές, ξεκινώντας από τις πρώτες πέντε όπου γίνεται μόνο μια επιγραμματική αναφορά, καθώς μιλούν για τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό (1η, 2η, 3η, 4η) και των παιδιών με τους γονείς (5η). Θέματα πολύ προσωπικά για τον κάθε άνθρωπο και απόλυτα
σεβαστά, τα οποία δεν ένιωσα την ανάγκη να θίξω. Οι επόμενες Εντολές αναφέρονται στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους κι εκεί ήθελα να εστιάσω, γι’ αυτό και ξεκινάμε από το Ου φονεύσεις (6η Εντολή για σκηνοθετικούς λόγους), συνεχίζουμε με το Ου μοιχεύσεις και λοιπά.

Η παράσταση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη Generation Z. Τι σας ενέπνευσε σε αυτή τη γενιά;

Ανήκω στους millennials, δηλαδή μια γενιά πριν. Η διαφορά μας είναι περίπου 20 χρόνια και νιώθω ότι μας χωρίζει μια αιωνιότητα. Στη μουσική, στην έκφραση, στον τρόπο σκέψης, στα όνειρα…. Εμείς μεγαλώσαμε στη δεκαετία του ’90, με οικονομική άνεση, ανοιχτά σπίτια και πραγματική επαφή
(δεν υπήρχαν social). Kαι μπορεί να μην παίξαμε όλοι σε δρόμους και σε αλάνες αλλά σίγουρα υπήρχε μεγαλύτερη ελευθερία. Δεν είχαμε κινητά ως παιδιά, η σχέση μας με την τεχνολογία περιοριζόταν σ’ έναν υπολογιστή, κυρίως για τις ανάγκες του σχολείου κι ένα msn ως έφηβοι.
Η νέα γενιά είναι “αλλού”. Δεν είναι μόνο η τεχνολογία, είναι η στάση ζωής τους… άκρως ρεαλιστική, πολύ διεκδικητική, κυρίως σε θέματα κοινωνικής ανέλιξης και χρημάτων! Σίγουρα παίζει ρόλο και το γεγονός ότι γεννήθηκαν μέσα στην κρίση (όχι μόνο οικονομική) και είναι φυσικό να αποζητούν μια
ασφάλεια. Πάντως είναι αδιαμφισβήτητα μια γενιά πολύ πιο έξυπνη και πολυτάλαντη και οι ρυθμοί τους είναι ασύλληπτοι. Όλα γίνονται στο fast forward… κάπου εδώ όμως, ας αναρωτηθούμε για το κατά πόσο μπορεί κάποιος, σε αυτούς τους τρελλούς ρυθμούς όπου χάνεται η αίσθηση του
χρόνου, να βρει την ευτυχία. Όχι οτι εμείς τη βρήκαμε, αλλά τουλάχιστον την ονειρευτήκαμε! Γιατί ίσως και η ευτυχία όπως και τα όνειρα, να είναι θέμα χρόνου τελικά… και ίσως όλοι εμείς των προηγούμενων γενεών, να σκοτώσαμε τα όνειρα τους. (Ου φονεύσεις).

Πιστεύετε ότι το θέατρο μπορεί να λειτουργήσει ως καθρέφτης της κοινωνίας αλλά και ως «καμπανάκι αφύπνισης»;

Πιστεύω πως αυτό είναι το ζητούμενο για έναν δημιουργό, ή μάλλον θα έπρεπε να είναι, γιατί μόνο έτσι θα καλλιεργηθεί η κοινωνική συνείδηση και η ενσυναίσθηση. Φοβάμαι, όμως, πως αυτό το καμπανάκι αφύπνισης όπως λέτε, μοιάζει με ένα ενοχλητικό ξυπνητήρι μικρής διάρκειας. Το κλείνεις και συνεχίζεις το όνειρο σου…

Η προσωπική σας εμπειρία στην εκπαίδευση και στις δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης επηρεάζει τη δουλειά σας στη σκηνή;

Σαφώς και την επηρεάζει. Η εκπαίδευση αφορά ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου και η τριβή με τα παιδιά μου έχει χαρίσει ένα υπέροχο δώρο… να ονειρεύομαι ακόμα. Όταν ένα παιδί σε κοιτάει με αυτά τα αθώα μάτια, δε γίνεται να μη νιώσεις ευθύνη. Οφείλεις μια υπόσχεση για ένα καλύτερο αύριο.
Ακόμα κι αν είναι ουτοπικό, οφείλουμε να προσπαθήσουμε.
Όσον αφορά στις δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης, η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Έρχεσαι αντιμέτωπος με το σκληρό πρόσωπο της ζωής, βουτάς στα προβλήματα, και αυτό είναι επίσης κάτι που σε κινητοποιεί. Αυτές οι αντιθέσεις, η μαγεία και ο ρομαντισμός που συχνά διακόπτονται βίαια από τον αναπόφευκτο ρεαλισμό της ζωής, υπάρχουν και στην παράσταση. Και δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού όσα ζούμε γράφουν μέσα μας και έρχονται κάποιες στιγμές που ζητούν να μιλήσουν.

Η παράσταση συνδυάζει λόγο, μουσική και σωματικότητα. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη σύνθεση όλων αυτών των στοιχείων;

Δεν αγαπώ πολύ τα μακροσκελή κείμενα, πιστεύω στη λακωνικότητα.
Προσπάθησα ο λόγος να είναι σύντομος και περιεκτικός και σε συνδυασμό με την κίνηση και τη μουσική σε ισορροπία, να υπάρχει μια ποιητικότητα. Και βέβαια το ζητούμενο πάντα είναι να γίνεται αντιληπτό το έργο σου στον μέσο θεατή, χωρίς να κουράζει.

Αν έπρεπε να ορίσετε με λίγες λέξεις τη δική σας 11η Εντολή, ποια θα ήταν;

Όπως αναφέρεται και στην παράσταση η 11η Εντολή για εμάς είναι το “Ου αδιαφορήσεις για τον πλησίον σου.”

Τι ελπίζετε να πάρει μαζί του το κοινό φεύγοντας από το Θέατρο aλέa – ΠΕΙΡΑΙΩΣ 107, Γκάζι;

Είναι πολύ όμορφο οι θεατές να φεύγουν από μια παράσταση, λίγο
πιο προβληματισμένοι αλλά και πιο φωτεινοί.

Array