Please enable JS

Αλήθεια ……. Πόσο κενός μπορεί να είσαι για να χαρακτηρίσεις τα Χριστούγεννα «ΔΗΘΕΝ γιορτή»

Eπιμέλεια Μαρία Αγγέλου

Δεκέμβρης και τότε στα Γιάννινα…………………. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, παχύ και αφράτο για μέρες μικρές, για νύχτες μεγάλες. Μια ησυχία, μια ηρεμία, τίποτα δεν τάραζε τα σοκάκια και τους μαχαλάδες της ήρεμης πόλης. Οι ρόδες απ’ τις χαμάλες, τις σούστες και τα κάρα, χώνονταν βαθειά μέσα στο χιόνι από το βάρος που είχαν οι πραμάτειες τους για την αγορά. Ούτε ένα γαύγισμα σκύλου, ούτε ένα νιαούρισμα γάτας. Αχός μουντός σηκώνονταν από τη μεριά του Κουρμανιού.

Η πόλη ξυπνούσε. Οι πραματευτάδες με βροντερές φωνές διαλαλούσαν τις «πλούσιες» πραμάτειες.
Ο σαλεπητζής με το βαρύ χαλκωματένιο τσουκάλι κρεμασμένο στους ώμους του γυρόφερνε το αχνιστό του ρόφημα ανάμεσα στους ξεπαγιασμένους μεροκαματιάρηδες. Η τιμή του σαλεπιού φτηνή για όλα τα βαλάντια και η ενέργεια του πολύτιμη εκείνες τις ώρες. Οι σιμιντζήδες γύρω από το Φρούριο, το Κάστρο, απ’ τα μεσάνυχτα έκαιγαν τους φούρνους τους, ζύμωναν και φούρνιζαν καρβέλια και χριστόψωμα που την καθορισμένη ώρα μοστράριζαν αχνίζοντας στην καθαρή βιτρίνα. Μέσα στο στενό των «γύφτικων» αμόνια και γανωτήρια ζέσταιναν ανθρώπους και σιδερικά. Το καλάισμα στα συνιά, νταβάδες και τεντζερέδες γίνονταν με ξεχωριστή τέχνη και πολύ μεράκι. Τα μπακίρια γυάλιζαν, τα χαλκώματα άστραφταν στα σπίτια τα χαμηλά των Γιαννιωτών.

Στο Κριθαροπάζαρο, τα Χάνια ξεφάντωναν. Φωνές ανθρώπων, μουγκανητά ζώων, σ’ ένα αρμονικό ανακάτωμα. Οι χωρικοί των γύρω χωριών, ξημέρωναν στα Χάνια για να βρίσκονται πρωί-πρωί στο παζάρι, να προλάβουν να κάνουν και τα ψώνια τους για τις ημέρες τις καλές που έρχονταν. Για τους χωρικούς εκείνος ο τόπος ήταν όλη η πόλη. Τέλειωναν τις προμήθειες, συμμάζευαν τα ζωντανά τους και πάλι πίσω στο κονάκι τους, αφού έριχναν κανα δυό ρακιά να ζεσταθούν στα καπηλειά του Κριθαροπάζαρου και του Γυαλί Καφενέ. Τις μέρες εκείνες οι χιονισμένοι δρόμοι της μικρής μας πόλης, γέμιζαν από λογής-λογής ανθρώπους.
Οι μαγαζάτορες, ανεβασμένοι σε ράφια και βιτρίνες στόλιζαν το χώρο του καθημερινού «πάρε-δώσε» με τους γνωστούς και φιλικούς πελάτες, δίνοντας όψη γιορταστική.
Οι νοικοκυρές, στα σπιτικά τους, σερμπέτωναν ξεκάπνιζαν, σφουγγάριζαν πατώματα σανιδένια με βούρτσες και «τρινάλ» και τα έκαναν να λάμπουν όλα σαν την ασπράδα του χιονιού περιμένοντας με λαχτάρα την θεία γέννηση και τους ξενιτεμένους τους που τέτοιες μέρες φρόντιζαν να βρίσκονται ανταμωμένοι.

Ξημέρωνε η παραμονή. Απ’ τα χαράματα αδύνατες μικροκαμωμένες φιγούρες, χωμένες στα χοντρά «σαμαροσκούτινα» παλτά, γαλότσες λαστιχένιες, μάλλινα γάντια και κασκόλ κουκουλωμένες μέχρι τ’ αφτιά, αγουροξυπνημένες διαγράφονταν σαν νεραϊδογεννήματα στις χαμηλές εξώπορτες των σοκακιών. Με καθαρές φωνές έψελναν τα κάλαντα. «Δόξα θεώ, Θεόν ανυμνούσιν αγγέλων τα πλήθη… και του χρόνου κυρά». Οι κυράδες των φαμιλιών με τα πλατειά χαμόγελα, άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες κι έμπαζαν στα χαγιάτια τους, τους μικρούς καλανταδόρους. Τους φίλευαν χρήματα, κουραμπιέδες, κάστανα, μηλοκύδωνα, πολύχρωμα ζαχαρωτά κι εκείνοι έφευγαν ευχαριστημένοι για την παρακάτω πόρτα της γειτονιάς. Η χαρά τους δεν περιγράφονταν. Χιόνι, κρύο, παγωνιά δεν τα περόνιαζε, κι όταν η μέρα έφεγγε για τα καλά γίνονταν και η μοιρασιά. Η είσπραξη του καθενός ήταν αρκετή για να αγοράσουν με τα δικά τους χρήματα ότι ήθελε ξεχωριστό η καρδούλα τους εκτιμώντας με το παραπάνω τον κόπο για την απόκτηση του. Πόση ικανοποίηση στα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα τους.
Κι άστραφταν ακόμα πιο πολύ όταν φορούσαν τα καινούρια ρούχα και παπούτσια και πήγαιναν στην εκκλησία για να μεταλάβουν. Ψυχή, σώμα, καρδιά, άδολα, αγνά.

Το απόγευμα στόλιζαν το δέντρο. Ένα πράσινο κλωνάρι, με χρυσωμένα καρύδια, τσίγαλα, λεφτόκαρα, κάστανα μαρόνια, εικόνες με αγγελούδια, μαρμαρόκολλες πολύχρωμες για αστέρια λαμπερά και μπόλικο βαμβάκι στόλιζε την γωνιά κάθε σπιτιού.

Κι ανήμερα τα Χριστούγεννα, γύρω από το γιορτινό τραπέζι οι μεγάλες φαμιλιές έτρωγαν, έπιναν, διασκέδαζαν όμορφα και μετρημένα μέσα στη γλυκιά θαλπωρή που σκόρπιζαν τζάκια και μαγκάλια χωρίς να αφήνουν κανέναν τους να ξεμυτίσει από τη ζεστή σπιτική αγκαλιά.
Έξω το χιόνι έπεφτε πυκνό, αθόρυβο, νανουριστικό και μέσα στα μαντζάτα πάνω στα μπάσια, παππούδες και γιαγιάδες με την περίσσεια τους αγάπη στόλιζαν τις παιδικές καρδούλες των εγγονιών τους με όμορφα παραμύθια, θρύλους και παροιμίες, μύθους και ιστορίες, κι έφτανε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία…

Με το μπάσιμο του καινούριου χρόνου τα φώτα έσβηναν και κάτω απ’ το χαμηλό φως του καντηλιού έσπαζαν το ρόιδο που το φύλαγαν κρεμασμένο στο νταβάνι μέσα στον μσουνταρά μαζί με μηλοκύδωνα, αραποσίτια και φύλλα από καρυδιά για να μοσχοβολάει ο χώρος όλος. Τα σπόρια του ροϊδιού τα σκόρπιζε ο γεροντότερος στις 4 γωνιές της κάθε κάμαρας του σπιτιού μαζί με τον μικρότερο, τον Βενιαμίν της οικογένειας κάνοντας συνάμα και το ποδαρικό.

Κείνα τα βράδια τα γιορτινά του Δεκέμβρη, τα κρύα, τα χιονισμένα, οι άνθρωποι, οι ζεστοί, οι φιλικοί μαζεύονταν μέσ’ τα μαντζάτα των κεραμιδοσκέπαστων σπιτιών, έψηναν κάστανα στην χόβολη των μαγκαλιών, κουβέντιαζαν μεταξύ τους κι ύστερα πήγαιναν νωρίς να κοιμηθούν για τον αυριανό επιούσιο. Τον αυριανό που ήταν ο ίδιος με τον χθεσινό και η ζωή συνεχίζονταν ήσυχα, ήρεμα κι απλά με ελπίδες κι όνειρα πολλά στη γραφική μας πόλη τότε που οι καιροί και οι άνθρωποι ήταν αρμονικό τραγούδι και η λίμνη με τα Γιάννενα ευωδιαστό τραγούδι…

Απόσπασμα «Σεργιάνι στα περασμένα..»

Ελένη Παναγοπούλου – Παπαθανασίου

AGGELOU2

Fotos: Κώστας Μπαλάφας