Please enable JS

Ας μιλήσουμε για τους “Πέρσες”!

Ο αδέκαστος «οφθαλμός» της Επιδαύρου «ος τα πάνθ’ ορά».

Με αφορμή τη μετρημένη και χωρίς ακραίους πειραματισμούς παράσταση των «Περσών» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Δ. Λιγνάδη, που ανέβηκε στην έναρξη του φετινού δύσκολου φεστιβάλ της Επιδαύρου, ο νους μας πηγαίνει στους «Πέρσες» που «διδάχτηκαν» από τον Κάρολο Κουν πρώτα στο Λονδίνο, τον Απρίλιο του 1965 και εν συνεχεία στο Ηρώδειο τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Η παράσταση επαναλήφθηκε το 1988 και το 2000 στην Επίδαυρο. Αρκεί μια ματιά στους συντελεστές της, για να αντιληφθεί κανείς ότι ορισμένες στιγμές στην ιστορία της τέχνης κάποιο πανούργο πνεύμα φέρνει μαζί τους καλύτερους στο είδος τους δημιουργούς, όπως στη συγκεκριμένη παράσταση, προς ηδονήν και κάθαρσιν των θεατών: Κουν, Τσαρούχης, Μουλλάς, Χρήστου και ηθοποιοί που σπάνια συναντάμε πλέον.

Τι έκανε αυτές τις παραστάσεις ξεχωριστές πέρα από τη «βαριά» καλλιτεχνική και πνευματική σκευή των συνδημιουργών τους; Ο αέναος μόχθος και φροντίδα για το αισθητικό αποτέλεσμα μαζί με μια αίσθηση του ανικανοποίητου. Λ.χ. την μετάφρασή του (Αισχύλου «Πέρσες», προλ., μτφρ. Π. Μουλλά, επιμ. Γ.Α. Χριστοδούλου, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 2010), η οποία γράφτηκε κατά παραγγελία για το ανέβασμα των «Περσών» από τον Κουν, ο Π. Μουλλάς την επεξεργαζόταν για χρόνια, καθώς αισθανόταν, κατά τα λεγόμενά του, ότι δεν τον ικανοποιούσε κι ας είχε αξιοποιηθεί έκτοτε σε πολλές άλλες παραστάσεις και δημοσιευθεί σε έγκριτα περιοδικά.

Ο Κουν από την άλλη, δεν έπαψε ποτέ να μοχθεί για το «αγκαθερό» και «ενοχλητικό πρόβλημα του Χορού», αφήνοντάς μας παρακαταθήκη δύο από τις κορυφαίες «διδασκαλίες» του, μία στον κωμικό Χορό των «Ορνίθων» και μία στον τραγικό Χορό των «Περσών». Όπως ο ίδιος αναφέρει σε μια συνέντευξή του το 1965 στην εφημερίδα «Το Βήμα» με αφορμή το πρώτο ανέβασμα της παράστασης, κύριο μέλημά του ήταν να αποφύγει «τον ρητορισμό, την απαγγελία, την ομαδική ρητορική ομιλία και την στρατιωτική ομοιομορφία» και να συνδέσει την προσέγγιση της τραγωδίας με τις αναμνήσεις και παραδόσεις του λαού μας, σεβόμενος όπως υποστηρίζει, «τους περιορισμούς που προέρχονται από την ελληνική φύση, το ελληνικό μέτρο, τη λιτότητα που υπάρχει στο περιβάλλον μας», εν γένει αυτό που ονομάζει «ελληνικότητα» (Κ. Κουν, Κάνουμε θέατρο με την ψυχή μας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1987, σ. 155)

Επέλεξε, λοιπόν, να «διδάξει» τον τραγικό Χορό έτσι ώστε να αναδυθεί στην επιφάνεια «το ζωικό στοιχείο ως πρώτη έκφραση, ως επαφή του ανθρώπου με τον άλλο, ως στοιχείο επικοινωνίας. Και όταν ο χορός, μετά την εμφάνιση του Δαρείου, αισθάνεται θλίψη και θυμάται την παλιά Περσία, αρχίζει ένα σιγανό κούνημα και είναι όλοι μαζί εκεί, σαν να έχουν φτάσει σε παραλήρημα, που δημιουργεί η νάρκωση ενός τεκέ. Σε αυτό το σημείο υπήρχε απόλυτη συνάντηση της μουσικής και της σκηνοθεσίας, που χρωστάμε στη συνεργασία μας με τον κ. Χρήστου» (ό.π., σ. 67). Ο μέγας Χρήστου περιγράφεται κι αυτός από τον Κουν ως παθιασμένος, μανιώδης και τελειομανής με την τέχνη του, σε σημείο που να επιζητά ξανά και ξανά πρόβες, «πάντα ακούραστος να διορθώσει κάτι που αισθανόταν πως δεν ακουγόταν σωστά».

Ιδού, λοιπόν, τα συστατικά της επιτυχίας εκείνων των μακρινών «Περσών»: υψηλής παιδείας, ακάματοι και ανικανοποίητοι ταλαντούχοι συντελεστές, που είχαν πάντα κατά νου ότι αναμετρώνται με μεγαλειώδη κείμενα και ότι τους «παρακολουθούσε» σε κάθε τους βήμα, ο «οφθαλμός» της Επιδαύρου.

Έκτοτε, στο όνομα της ανανέωσης, έχουν διαπραχθεί πολλαπλές σκηνοθετικές «ύβρεις» στην ορχήστρα της Επιδαύρου, από όσους δεν σεβάστηκαν, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Κουν, τους περιορισμούς που θέτει η ίδια η μορφή τη τραγωδίας, η διαμόρφωση και η ιερότητα του αρχαίου θεάτρου αλλά και το ελληνικό «κλίμα» εκτός του οποίου ο ίδιος δεν προχώρησε, αποδεχόμενος την ανανέωση αλλά υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις.

Αυτόν τον «οφθαλμό» ας ελπίσουμε ότι θα αισθάνονται να τους παρακολουθεί πίσω από τα κεφάλια τους και οι νεότεροι σκηνοθέτες αρχαίου δράματος, όπως φρονώ ότι το πράττει στην προσέγγιση της τραγωδίας ο Λιγνάδης, έτσι ώστε το σχήμα Ύβρις – Νέμεσις – Τίσις να αφορά τους τραγικούς ήρωες και όχι τους συντελεστές «τραγικών» ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα τραγωδιών.

Φένια Αδαμίδη, Δρ. Φιλολογίας

koun

Array