Μιλάμε συχνά, για ζεν πρεμιέ στο θέατρο και στον κινηματογράφο, αλλά, σε αυτή την περίπτωση, νομίζω πως γνώρισα τον άνθρωπο ΖΕΝ των δύο αυτών χώρων. Τον ηθοποιό που με την αμεσότητα, την ειλικρίνεια και την απλότητα που τον διακρίνει, μπορεί να χαρακτηριστεί ο easy rider, της υποκριτικής. Ο Μάκης Παπαδημητρίου τα έχει βρει με τον εαυτό του και την τέχνη του και οι ευτυχείς συγκυρίες τις ζωής του, όπως λέει, του ανοίγουν το δρόμο, σε ότι αγαπά.
«Είναι ωραίο και χρήσιμο να νιώθεις ευάλωτος στη σκηνή. Θυμάμαι στο Εθνικό, στην παράσταση, Λεόντιος και Λένα, του Μπύχνερ, τον σκηνοθέτη μας Λορέν Σετουάν, να μας μιλά με πάθος για το σπάσιμο του 4ου τοίχου, την επικοινωνία με τον θεατή, το να νιώθεις εκτεθειμένος και αμήχανος στη σκηνή, χωρίς να σε προστατεύει το κάλυμμα του ρόλου σου. Είναι κάτι που συνεχίζω να πιστεύω. Να συνειδητοποιείς, πως δεν χάθηκε ο κόσμος και είναι ανθρώπινο ακόμη και το λάθος, αλλά το θέμα είναι , πώς θα το διαχειριστείς. Έτσι, μπαίνεις στην ουσία, την αλήθεια της ερμηνείας και απαλλάσσεσαι από το άγχος της τεχνικής αρτιότητας, την εμμονή και την ανασφάλεια που σου προκαλεί εκείνη τη στιγμή η έγνοια, πόσο καλός είσαι ή δείχνεις και πόσο καλύτερος θα μπορούσες να είσαι. Χωρίς αυτό να σημαίνει, πως αυτή η θεώρηση είναι μομφή για όσους το κάνουν ή ότι δεν τους θεωρώ ταλαντούχους. Απλά, αν παρασυρθείς και προσπαθείς να είσαι καλός μόνος σου, για μένα έχεις χάσει τη μεγαλύτερη απόλαυση της συνθήκης του Θεάτρου.
Κάθε βράδυ που σβήνουν τα φώτα, ξεχνάς ότι έγινε, γιατί αυτό πέρασε, έφυγε, τελείωσε και σε περιμένει η επόμενη μέρα, η επόμενη παράσταση και εκεί, θα τα δώσεις ξανά, όλα απ’ την αρχή. Την επόμενη μέρα θα μπορέσεις να αλλάξεις, ότι δεν βγήκε όπως έπρεπε, γιατί το θέατρο είναι ζωντανό», εξηγεί στη συζήτησή μας . Μια συζήτηση για όλους και για όλα, με αφορμή την παράσταση «Πέτρες στις τσέπες του» της Μ. Τζόουνς, που μετά από ένα πεντάμηνο sold out στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, συνεχίζει την περιοδεία του με σταθμό τη Θεσσαλονίκη από 22 Σεπτεμβρίου ως 1 Οκτωβρίου, στο Θέατρο Αριστοτέλειον, πριν την επιστροφή στην Αθήνα, όπου θα παίζεται τη νέα σεζόν στο Θέατρο Κιβωτός.
Είναι η παράσταση που, όπως λέει, έκανε ακόμη και τον ίδιο, να ζήσει στιγμές ακραίου γέλιου επί σκηνής. «Ντρέπομαι που το λέω, αλλά, στην Καλαμάτα, ξέσπασα σε ένα ακράτητο δυνατό γέλιο, το οποίο, όπως μου είπε αργότερα ο άνθρωπος που βρισκόταν έξω στο εκδοτήριο, ακουγόταν μέχρι εκεί. Ζήτησα φυσικά συγνώμη από το κοινό αμέσως, αλλά το «κακό» είχε γίνει».
–Αυτό σημαίνει ότι με τον συμπρωταγωνιστή και συνσκηνοθέτη σου, Γιώργο Χρυσοστόμου αυτοσχεδιάζετε και βγήκε κάτι αδύνατο να το διαχειριστείς;
«Η παράστασή μας είναι καλοκουρδισμένη ως το τελευταίο δευτερόλεπτο, αλλά δεν παύει να επηρεάζει τη ροή και την ενέργειά της, ένα «παιχνίδι» με το κοινό, τις αντιδράσεις και τα ερεθίσματα που σου δίνει, ανά πάσα στιγμή. Η στιγμή που περιέγραψα ήταν μια τέτοια περίπτωση. Υπάρχουν άνθρωποι που στην παράσταση στην Αθήνα, ήρθαν δυο και τρεις φορές να τη δουν, προκειμένου να διαπιστώσουν, αν υπάρχει σταθερό κείμενο ή αυτοσχεδιάζουμε. Είναι ωραίο να απολαμβάνεις με συνεργάτες που εκτιμάς και ταιριάζεις, μια παράσταση που σου αρέσει. Όταν μου ζήτησαν από το Θέατρο Νέου Κόσμου να προτείνω ένα έργο δεν δίστασα να διαλέξω το «Πέτρες στις τσέπες του». Συνδυάζει την κωμωδία με το δράμα ( αν σκεφτείς πως κάποιος έχει αυτοκτονήσει, πέφτοντας στο νερό με πέτρες στις τσέπες του), με απίστευτο χιούμορ. Ήταν η ευκαιρία να συνυπάρξουμε σκηνικά και με τον Γιώργο, κάτι που το λέγαμε από τότε που είχαμε πρωτογνωριστεί συμμετέχοντας στη Λυσιστράτη. Ο Γιώργος, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, δεν μπορούσε πέρσι το καλοκαίρι (γιατί η αρχική ιδέα ήταν να το ξεκινήσουμε ως περιοδεία) κι έτσι προτίμησα να περιμένω έξι μήνες, προκειμένου να είναι διαθέσιμος και να είμαστε μαζί σ’ αυτό».
–2 Ηθοποιοί, 15 ρόλοι, 2σκηνοθέτες. «Συνωστισμός» επί σκηνής. Πώς λειτουργεί αυτό μεταξύ σας; Πόσο εύκολο ή δύσκολο υπήρξε;
«Όσο κι αν ακούγεται κλισέ, υπάρχει χημεία και κοινοί κώδικες μεταξύ μας, βασισμένοι σε μια φιλία χρόνων. Μια φιλία που έχει ως συνέπεια, να γνωρίζουμε καλά ο ένας τον άλλο. Είναι μια ιδιαίτερη παράσταση, όπου ο καθένας έχει βάλει στοιχεία της προσωπικότητάς του και το προσωπικό του χιούμορ επίσης, κι αυτό ήταν καταλυτικό. Το να σκηνοθετήσουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας (πρώτη φορά για τον Γιώργο,) όπως αποδείχθηκε, λειτούργησε θετικά στην παράσταση. Είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος και αλληλοσυμπληρωνόμαστε με ιδανικό τρόπο. Άλλωστε, ακόμη κι όταν αμφιβάλεις ή διαφωνείς με μια ιδέα, δεν υπάρχει λόγος σύγκρουσης και υπερίσχυσης του εγώ μας, όταν η λύση, ο τρόπος, για να διαπιστώσουμε το σωστό ή λάθος, είναι δοκιμή και επαλήθευση. Στην πορεία, ζητούσαμε και τη γνώμη των συνεργατών μας, οι οποίοι, σαν τρίτο μάτι, παρακολουθούσαν τη διαδικασία της πρόβας. Το θέατρο είναι συνεργατικό, είναι ομαδική δουλειά. Με καλή πρόθεση και καθαρό μυαλό, όλα ξεπερνιούνται.
Κι αλήθεια, τί είναι σωστό ή λάθος; Το ίδιο έργο, ακόμη και η ίδια φωτογραφία, θα είναι διαφορετική, ανάλογα με το ποιος τα κάνει. Εκατό άνθρωποι, εκατό προσωπικότητες, εκατό εκδοχές. Διαφορετικά θα καταλήγαμε σε κάτι βαρετό. Ξεκινήσαμε με ένα έργο που μας άρεσε και την επιθυμία να συνεργαστούμε. Δεν είχε περάσει ούτε στιγμή από το μυαλό μας, ότι θα είχε αυτή την επιτυχία. Δεν ξεκινάς λέγοντας πάμε να κάνουμε μια επιτυχία. Άλλωστε, αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάς είναι πως δεν γίνεται να αρέσεις σε όλους».
-Βρήκατε κομμάτια από εσάς στους χαρακτήρες που υποδύεστε;
«Δεν θα το έλεγα. Οι ήρωες του έργου είναι κομπάρσοι. Η ζωή τους αλλάζει για λίγο, όταν τους ζητούν να συμμετέχουν ως κομπάρσοι, σε μια χολυγουντιανή ταινία που γυρίζεται στη μικρή επαρχιακή τους πόλη. Ξαφνικά βγαίνουν από τον μικρόκοσμο της καθημερινότητάς τους και νιώθουν, εσφαλμένα, πρωταγωνιστές. Ζουν την ψευδαίσθηση της μεγάλης καριέρας και μιας ζωής που απέχει πολύ από τη δική τους πραγματικότητα και στην οποία, όπως είναι φυσικό, αναγκάζονται να επιστρέψουν μόλις ολοκληρωθούν τα γυρίσματα. Εμείς με τον Γιώργο, όμως, είμαστε επαγγελματίες. Βιοποριζόμαστε από αυτό, χωρίς βέβαια κι αυτό να είναι σίγουρο, γνωρίζοντας τι ισχύει στον χώρο μας» απαντά και γελάει, συνεχίζοντας τη συζήτησή μας.
Άρχισε να βλέπει θέατρο, όταν ξεκίνησε να ασχολείται με αυτό. Θυμάται, στην κουβέντα μας, πως μια από τις πρώτες παραστάσεις που είδε ήταν με τον Ζουγανέλη κάπου στον Βύρωνα και τους Πέρσες με τον Λευτέρη Βογιατζή. Ο δρόμος του θεάτρου άνοιξε γι’ αυτόν ακολουθώντας την προτροπή μιας φίλης του, να την ακολουθήσει και να συμμετέχει σε μια θεατρική ομάδα. Αυτό που ξεκίνησε ως χόμπι, έγινε η αφορμή να δει έναν νέο κόσμο που θέλησε να γνωρίσει και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του. Πήγε στις εξετάσεις του Εθνικού, με τη γνωστή -σε όσους τον γνωρίζουν- ψυχραιμία και φυσικότητα, πέρασε, αποφοίτησε ως αριστούχος κι όπως ομολογεί, συνέχισε, κρατώντας στην άκρη του μυαλού του, πως αν δεν του «βγει», θα επιστρέψει και θα ολοκληρώσει τις σπουδές του, στο ΕΚΠΑ.
Θεωρεί τον εαυτό του τυχερό, γιατί βρήκε αμέσως δουλειά και ακολουθώντας αυτή τη ροή των πραγμάτων και τις ευτυχείς, όπως τις χαρακτηρίζει, συγκυρίες στην καλλιτεχνική του ζωή, εξελίχθηκε σε έναν καταξιωμένο και βραβευμένο στο θέατρο (Βραβείο Χορν) και τον κινηματογράφο ( Α ανδρικού ρόλου, Suntan) ηθοποιό, ο οποίος σφραγίζει με την ερμηνεία του ρόλους που αποτελούν μια μεγάλη γκάμα ρεπερτορίου. Μπήκε στα σπίτια μας με τη συμμετοχή στις τηλεοπτικές σειρές Κόκκινος Κύκλος, Μαύρα Μεσάνυχτα, Με λένε Βαγγέλη, Η χειρότερη εβδομάδα της ζωής μου και για πολλούς είναι γνωστός, ως ο άνθρωπος που τυλίγει σε χρόνο ρεκόρ το σουβλάκι, σε γνωστή διαφήμιση.
Σύντομα θα τον δούμε στη νέα ταινία DIY, του Δημήτρη Τσιλιφώνη, που βρίσκεται στη φάση του post production. Η αγάπη του για τους δύο τροχούς έγινε, στο παρελθόν, το εισιτήριο για μια συνεργασία με το περιοδικό ΜΟΤΟ και το να ενσαρκώσει τον αρχηγό μιας συμμορίας μηχανόβιων στην ταινία «L», του Μπάμπη Μακρίδη, ως αντίπαλος του αυτοκινητιστή Α. Σερβετάλη, ήταν ένας ρόλος που του πήγαινε πολύ. Τον είδαμε στο CHEVALIER της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη και το SUNTAN, τη μεγάλη επιτυχία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου που σάρωσε βραβεία σε Ελλάδα και εξωτερικό, το Τέλειοι Ξένοι του Θοδωρή Αθερίδη, αλλά και το Πλατεία Αμερικής του Γιάννη Σακαρίδη. Ποιές, όμως, και γιατί ήταν οι δουλειές που αγάπησε στο θέατρο και τον κινηματογράφο; Τι σημαίνουν τα βραβεία γι’ αυτόν;
«Είναι μεγάλη αγάπη ο κινηματογράφος. Αν μπορούσα να ζήσω, παίζοντας σε ταινίες, θα έκανα μόνο αυτό. Η πρώτη μου συνεργασία ήταν με τον Αντώνη Καφετζόπουλο. Ήμουν φαντάρος τότε και το τηλεφώνημα του Αντώνη ήταν για μένα μανα εξ’ ουρανού, το ιδανικότερο διάλειμμα της ζωής μου εκείνη την περίοδο. Πήγα ψαρωμένος και ήμουν τόσο ενθουσιασμένος και χαρούμενος που δεν μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ, αν μπορώ, αν είμαι έτοιμος, αν έχω μπροστά μου μία ή δέκα κάμερες. Μου αρκούσε το ότι, για δέκα μέρες, ήμουν στον έξω κόσμο και έπαιζα.
Μου αρέσει ο τρόπος δουλειάς και παρ’ όλο που, έχοντας τον ρόλο του ηθοποιού, είμαι κυριολεκτικά στα χέρια του σκηνοθέτη και βλέπω το τελικό αποτέλεσμα πολύ αργότερα, είναι μια διαδικασία που δεν με αγχώνει καθόλου. Είμαι εκεί για να παίξω σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες, ερμηνεύοντας τον ρόλο που μου έχει ανατεθεί. Όταν δε, μου δίνεται η ελευθερία και δυνατότητα να βάλω και τη δική μου οπτική στον χαρακτήρα, αυτό το κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον. Υπηρετώ την υποκριτική τέχνη σε συνεργασία μαζί του και σεβόμενος όλη την ομάδα. Τώρα στην ερώτηση, τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα στον κινηματογραφικό και τον θεατρικό ηθοποιό, θα σου έλεγα ότι δεν υπάρχει κάποια τραγική διαφορά κι όλα αποκτιούνται με την εμπειρία. Δεν πιστεύω πάντως, πως κάποιος, ο οποίος είναι καλός στον κινηματογράφο, είναι κακός στο θέατρο.
Μιλάμε συχνά για ταλέντο, είτε στον ένα χώρο, είτε στον άλλο. Το ταλέντο χωρίς δουλειά, προσπάθεια, εμπειρία, τριβή με το αντικείμενο δεν μου λέει τίποτα. Μαθαίνεις δουλεύοντας και μαθαίνεις μέσα από τα λάθη σου. Σίγουρα, δεν είμαστε πάντα καλοί στις ερμηνείες μας, άσχετα με την πρόθεση, αλλά κανείς δεν είναι τέλειος και αν συμβεί, δεν είναι το τέλος του κόσμου. Όπως επίσης, με τρελαίνει, όταν ακούω φράσεις του τύπου: «Καλή σκηνοθεσία, αλλά κακή ερμηνεία από τον ηθοποιό» ή κάποιες φορές το αντίστροφο. Ξεχνάμε δηλαδή, πως ο ηθοποιός ακολουθεί κατά βάση τις οδηγίες του σκηνοθέτη ή ότι ο ηθοποιός δεν γίνεται να παίζει από μόνος του.
Επαναλαμβάνω λοιπόν, πως όλα είναι συνεργασία και ομαδική δουλειά. Αν ψωνιστείς και τη δεις πρωταγωνιστής και ηθοποιάρα, χωρίς να υπολογίζεις τους γύρω σου, το χεις χάσει. Κάπως έτσι, είναι και τα βραβεία. Σίγουρα, με τιμά η κατάκτησή τους και η επιβράβευση της δουλειάς μου, αλλά δεν αλλάζει τίποτα στη συμπεριφορά μου ή στο πως βλέπω τον εαυτό μου. Εκεί έξω, σίγουρα είναι εκατοντάδες οι ηθοποιοί που μπορεί να είναι καλύτεροι από μένα, αλλά, για τον οποιονδήποτε λόγο, δεν έχουν βραβευτεί”.
-Τι είναι τελικά αποτυχία;
«Να μην εκπληρώσεις τον στόχο που έχεις βάλει. Με αυτή τη λογική, οι θεατρικές δουλειές που έχουν φυλαχθεί μέσα μου είναι κάθε άλλο από εισπραχτικές-εμπορικές επιτυχίες. Η μία είναι ο «Συγγραφέας» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, όπου ήταν μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Χωρίς σκηνή, με έναν ελεύθερο χώρο ένα- δυο μέτρων, ανάμεσα σε αντικριστές κερκίδες, να κάθεσαι και να παίζεις ανάμεσα στους θεατές, εντελώς εκτεθειμένος στο αναπάντεχο. Ένα θεατρικό πείραμα εκτός άλλων είχε και πολύ ιδιαίτερες αντιδράσεις από τους θεατές που καλούνταν να συμμετέχουν με τον δικό τους λόγο-γνώμη, αυθόρμητα στην παράσταση και τις ιστορίες στις οποίες αναφερόμασταν. Δεν σπάσαμε τον 4ο τοίχο, τον διαλύσαμε, εισάγοντας μια νέα συνθήκη, μία σύμβαση που έσπαζε τους κώδικες. Δημιουργήθηκε μια δύσκολη, συχνά ασφυχτική ατμόσφαιρα και αντιδράσεις που έπρεπε να διαχειριστούμε. Μια φορά, μια γυναίκα μιλούσε επί έξι λεπτά, όπως πολλές φορές κάποιοι έφευγαν από το θέατρο. Η άλλη είναι το LOOT- ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ του Τζο Όρτον, στην ίδια σκηνή, το οποίο σκηνοθέτησα και δεν θα ξεχάσω το μοναδικό αυτό, όμορφο συναίσθημα και την πληρότητα που μου πρόσφερε η καλλιτεχνική συνύπαρξη με αγαπημένους ανθρώπους. Η ανεκτίμητη συνεργασία μαζί τους, στη δημιουργία μιας παράστασης που όλοι είχαν καταθέσει ένα κομμάτι τους».
Η συζήτησή μας τελειώνει με μια αίσθηση ηρεμίας και θετικής ενέργειας. Δεν ξέρω αν το μαθηματικό μυαλό και οι γνώσεις των νόμων της φυσικής, τις οποίες διαθέτει, επηρεάζουν τη φιλοσοφία του ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Αυτή η ισορροπημένη θεώρηση ζωής, σε συνδυασμό με το πηγαίο χιούμορ (στοιχείο ευφυών ανθρώπων), την ανθρώπινη ζεστασιά, την αγάπη για την ταχύτητα, τις νέες εμπειρίες και τη ζεν διάθεση, νομίζω πως είναι το μυστικό της επιτυχίας του, όσο κι αν επιτυχία και αποτυχία είναι γι’ αυτόν πράγματα σχετικά και όπως αναφέρει:
«Όλοι έχουν δικαίωμα στην αποτυχία».
Ραντεβού στη σκηνή και στη μεγάλη οθόνη…
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Αγγελική Κοκκώνη
Σκηνοθεσία: Γιώργος Χρυσοστόμου, Μάκης Παπαδημητρίου
Σκηνικά: Μαγδαληνή Αυγερινού
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Επιμέλεια Κίνησης: Σεσίλ Μικρούτσικου
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Βίντεο: Όλγα Μπρούμα
Μουσική επιμέλεια: Φωτεινή Γαλάνη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Σύρμω Κεκέ
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μάκης Παπαδημητρίου, Γιώργος Χρυσοστόμου
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Θέατρο Αριστοτέλειον: Εθνικής Αμύνης 2, τηλέφωνο ταμείου 2310 262051
Παραστάσεις: Παρ. 22/9 – Κυρ. 24/9 & Παρ. 29/9- Κυρ. 1/10
Τιμές Εισιτηρίων
Προπώληση: 11 & 13 ευρώ
Την ίδια μέρα στα Ταμεία του Θεάτρου: 13 & 15 ευρώ
Το Art and Press δημιουργήθηκε με σκοπό την πολιτική, πολιτιστική και πολύπλευρη ενημέρωση των πολιτών. Πίσω από τη λειτουργία του Art and Press υπάρχει μία ομάδα «ανήσυχων» ανθρώπων, που προέρχονται από διάφορους κοινωνικούς χώρους, στους οποίους προσέφεραν και συνεχίζουν να προσφέρουν εθελοντικά όπου και όσο μπορούν. Η κοινή αγάπη των μελών της ομάδας μας για την πολιτική, τον πολιτισμό και γενικά την ενημέρωση, είναι η κινητήρια δύναμη για την παρακολούθηση, καταγραφή και παρουσίαση σε όλους εσάς, όσων συμβαίνουν. Δεν μας καθοδηγεί κανείς, δεν μας χρηματοδοτεί κανείς και ως εκ τούτου παραθέτουμε τα γεγονότα όπως ακριβώς λαμβάνουν χώρα. Η πορεία του Art and Press είναι συνεχόμενα και ραγδαία ανοδική όσον αφορά την προσέλκυση επισκεπτών / αναγνωστών τόσο στην κύρια ιστοσελίδα όσο και στο κανάλι του Youtube.