Please enable JS

Το όνειρο της Κίκι. Ένας μονόλογος βασισμένος στη ζωή της Κίκι του Μον Παρνάς.

Θα επιχειρήσω μία ανάλυση, από τη δική μου σκοπιά, μιας και δουλεύω μέσα από την τέχνη.
Θα στήσω ένα ψυχόδραμα, για να σας βάλω στην έννοια της δράσης. Ακολουθείστε αν θέλετε ο καθένας νοητά τον ρόλο που του ταιριάζει. Θα δράσει η ψυχή σας ωραία και θα έρθει η κάθαρση σε έναν δεύτερο χρόνο.
Θα έβαζα σε μία σκοτεινή γωνιά τον πατέρα, με πολλά πρόσωπα όμως, ατελειώτα, όσοι και οι εραστές της, αλλά με το σώμα του Μαν, το όνομα του οποίου στη γλώσσα μας σημαίνει άντρας. Ο μόνος που την αγάπησε και την φρόντισε. Μετά θα τοποθετούσα τη μάνα της.
Όμορφη, ρακένδυτη και βρώμικη αλλά κατά κάποιο τρόπο κομψή. Τέλος η γιαγιά. Με τη μορφή του θανάτου όμως, γιατί πιστεύω ότι μέσα στο μυαλό της Κίκι η έννοια της γιαγιάς και του θανάτου είναι ίδια. Και απέναντί τους η Κίκι με γυρισμένη την πλάτη προς αυτούς.
Πάμε για ένα ψυχόδραμα.
Ο συγγραφές γράφει, άρα δρα.
Ο ηθοποιός παίζει και δρα και αυτός και αντιδρά εσωτερικά στη δράση του συγγραφέα.
Ο θεατής, αναγνώστης, αντιδρά σε όλες τις δράσεις. Μετά θα δράσει κι αυτός.
Θα μιλήσω σε πρώτο πρόσωπο, γιατί δεν αναλύω την Κίκι, ούτε τον Δημήτρη φυσικά.
Αναλύω την αντίδρασή μου και κάνω τη δράση μου.
Μονολογώ. Ασταμάτητα, ακόμη και στον ύπνο μου. Είμαι μόνη μωρέ, γι’ αυτό. Άλλωστε σε ποιόν άλλον να μιλήσω; Α ναι….σ’ αυτούς που με πληρώνουν, σ’ αυτούς που με ζωγραφίζουν, σ’ αυτούς που θέλουν το σώμα μου. Οι άνθρωποι γύρω μου, δεν αντέχουν να μ’ αγαπούν πόσο μάλλον να με λατρεύουν. Φεύγουν, πεθαίνουν, αρρωσταίνουν…
Πολλοί άντρες. Ατελείωτοι άντρες. Αλλά όχι ο πατέρας μου. Δεν τον βρήκα. Δεν τον γνώρισα. Δεν τον χρειάζομαι κιόλας. Μου την έσκασε ο μπαγάσας. Μόνο τη μάνα μου γνώρισε, της χάρισε ηδονή και εξαφανίστηκε. Και εγώ επέζησα. Μόνο εγώ. Τα αδέρφια μου δεν τα κατάφεραν. Το ένα γεννήθηκε νεκρό και το άλλο πέθανε όταν ήταν 4 μηνών. Άτυχα πουλάκια μου!

Βρείτε το βιβλίο εδώ: Το Όνειρο της Κίκι | Εκδόσεις iWrite

Είμαι μοναδική. Επέζησα. Και αυτό έκανα και σε όλη μου την ζωή. Επιζούσα. Παρά τα όσα πέρασα, παρά τα όσα έκανα και ίσως και να προκαλούσα τον χάρο να έρθει να αναμετρηθούμε, αυτός μου τη χάριζε. Επέζησα. Λίγο χοντρή, λίγο εξαρτημένη, πολύ
μεθυσμένη…αλλά επέζησα.
Αχ και να μ’ έβλεπε η μάνα μου. Αλλά με παράτησε και αυτή. Την ντρόπιαζα βλέπεις. Με τι;  Με τη ζωή που ζούσα. Δηλαδή με το δώρο του πατέρα μου και το δικό της. Τη ζωή. Τί μου την έδωσες ρε μάνα, αν δεν ήθελες να την εκμεταλλευτώ και να τη ρουφήξω; Σε ντρόπιασα λέει…εγώ εσένα. Δεν με αποδέχτηκες ποτέ. Με γέννησες, με παράτησες, σε ξαναβρήκα, με
ξαναπαράτησες. Είμαι μόνη μωρέ. Αλλά έχω πάντα την γιαγιάκα μου. Με μεγάλωσε, με άφησε ελεύθερη και σίγουρα αν μπορούσε να ξέρει, θα ήταν πολύ περήφανη για μένα. 
Βέβαια έφυγα και την άφησα πριν προλάβει να μ αφήσει και αυτή. Δεν μπορώ να μ’  αφήνουν συνέχεια. Εγώ θα φεύγω. Από την άρρωστη γιαγιά μου, από την αγάπη, από τη θλίψη, από την ευθύνη. Πίνω, μαστουρώνω, κάνω σεξ. Τί ωραία…δεν υπάρχει πραγματικότητα για μένα, δεν υπάρχει η μάνα μου, ο πατέρας μου, η ζωή μου. Μόνο η γιαγιά μου. Ναι, σίγουρα θα ήταν περήφανη. Για μένα, όχι για την κόρη της, για μένα. Και περιμένω πως και πως να έρθει η ώρα για να πάω να τη βρω. Μόνο αυτή θα με λυτρώσει και θα μου καθαρίσει την ψυχή. Μόνο η γιαγιά μου μ αγαπάει και μόνο αυτήν κουβαλάω μέσα μου.

Δεν ξέρω ποια είμαι τελικά. Ίσως γι’ αυτό δεν μπορώ να βρω τί είμαι. Μοντέλο, τραγουδίστρια, πόρνη, γυναίκα, λεσβία, αρτίστα….ναι αυτό τα καλύπτει όλα! 
Μόνο εσύ γιαγιά μου δεν μ έδιωξες (εδώ που τα λέμε μεταξύ μας, ένα ψεματάκι για να φύγω το είπες, αλλά μάλλον δεν ήθελες να σε δω άρρωστη, έτσι;). Και εγώ γιαγιά μου δεν θα σ αφήσω όπως μ’ άφησε η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, οι εραστές μου, οι φίλοι μου, το σώμα μου, η υγεία μου, τα λογικά μου. Θα σε βρω. Θα είμαστε πάλι μαζί και ποιος ξέρει, ίσως να καταφέρω ν αλλάξω λίγο την ιστορία μου και να ελευθερωθώ! 
Υπάρχουν άνθρωποι που σπάνε τις συμβάσεις και κάνουν αυτό που πραγματικά θέλουν χωρίς ενοχές για τα κοινωνικά στερεότυπα. Εκφράζονται, εκπληρώνουν τις ανάγκες τους και είναι ευτυχισμένοι. Πραγματικά ευτυχισμένοι. Γιατί ξέρουν ποιοι είναι, που πάνε και τί κάνουν οι άλλοι γύρω τους. Δεν το φωνάζουν κλαίγοντας. Δεν το δείχνουν προκαλώντας.
Σε όλη μου τη ζωή έψαχνα κάποιον να με παρηγορήσει όπως δεν με παρηγόρησε ποτέ η μάνα μου και φτάνω να παλεύω συνέχεια σαν ένα εκκρεμές που δεν ξέρει που και αν πρέπει να σταματήσει. Πίσω, μπρος. Ζωή, θάνατος. Αλήθεια ψέμα. Πραγματικότητα,
φαντασία. Αγάπη μίσος.
Με μισώ. Με τιμωρώ.
Μ’ αγαπώ όπως μ’ αγάπησαν όλοι αυτοί που με παράτησαν. Για λίγο. Με αντάλλαγμα εμένα.

Και ναι, μπορεί να είμαι σαν την Εύα που την έδιωξαν από τον Παράδεισο, που τη δαγκώνω τη ζωή, γιατί μου την έδωσες εσύ ρε μαμά…. την τρώω και δεν χορταίνω, γιατί μου την έδωσες εσύ ρε μαμά….. τη ρουφάω όπως με ρούφηξε η απόρριψή σου ρε μαμά!

Γράφει η Φρίντα Ξύστρου, ψυχοθεραπεύτρια

kiki

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ της Κίκι 

Γεννήθηκε στη Βουργουνδία στις 2 Οκτωβρίου του 1901. Δεν γνώρισε ποτέ τον
πατέρα της και η ανύπαντρη μητέρα της γρήγορα έφυγε για το Παρίσι, αφήνοντας τη
μικρή Αλίς στη γιαγιά της. Η μικρή μεγάλωσε σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας,
δούλευε στους γείτονες για το φαγητό της ή έκλεβε από τους κήπους λαχανικά για να
ζήσει. Στην ηλικία των 12 ετών πήγε στο Παρίσι μόνη της για να βρει τη μητέρα της.
Δούλεψε με έναν τυπογράφο, βοηθώντας στην εκτύπωση του Κάμα Σούτρα. Μετά σε
ένα φούρναρη και στα δεκατέσσερα της άρχισε να ποζάρει γυμνή για ένα γέρο
γλύπτη. Η μητέρα της την έδιωξε από το σπίτι και έτσι η Αλίς άρχισε να ζει στους
δρόμους του Παρισιού. Βρήκε καταφύγιο στα  καφέ του Μονπαρνάς όπου σύχναζε
και εκεί γνώρισε τους καλλιτέχνες της ζωής της. Ο ζωγράφος Chaïm Soutine , ένας
από τους πρώτους εραστές της την αποκάλεσε Kiki. Η Kiki de Montparnasse, η
Βασίλισσα των καμπαρέ στο Παρίσι υπήρξε το μοντέλο δεκάδων δημοφιλών
καλλιτεχνών του Παρισιού όπως των Chaim Soutine, Julian Mandel, Tsuguharu
Foujita, Constant Detré, Francis Picabia, Jean Cocteau, Arno Breker, Alexander
Calder, Per Krohg, Hermine David, Pablo Gargallo, Mayo, και Tono Salazar.
Μολονότι δεν είχε την αιθέρια ομορφιά της εποχής αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στην
πολυτάραχη καριέρα της, τραγουδούσε, χόρευε, έπαιζε στις σκηνές των Καμπαρέ.
Γρήγορα έγινε το αγαπημένο μοντέλο των καλλιτεχνών. Η «Νεαρή γυναίκα με
ντεκολτέ» του Μόις Κίσλινγκ (1922) δείχνει μια χαριτωμένη Κικί που κοιτάζει τον
θεατή με υγρά, μεγάλα μάτια, ενώ στο η «Κικί γυμνή» του Περ Κρόγκ (1928)
αναδίνει έναν πρωτογενή σεξουαλισμό. Η πιο αξιομνημόνευτη εικόνα της όμως είναι
η φωτογραφία του Μαν Ρέι «Το βιολί του ‘Ενγκρ», γυμνή με γυρισμένη την πλάτη
όπου πάνω της βρίσκονται τα δύο f. Είναι ένα εγκώμιο των καμπυλών της που
μοιάζουν με του βιολιού και μια ομολογία ότι είναι το όργανο για τη δημιουργία
τέχνης. Συνδέθηκε με τον Μαν Ρέι με μία θυελλώδη ερωτική σχέση, οι ανασφάλειές
της, οι συγκρούσεις, οι επεισοδιακοί τους χωρισμοί, τα ξενύχτια, τα μεθύσια, οι
γυμνές πόζες, το αχαλίνωτο σεξ τα βράδια και τα κενά πρωινά που ακολουθούσαν, 
πνιγμένα στα ναρκωτικά. Για τον Μαν Ρέι υπήρξε η μούσα και η έμπνευσή του.
Παρά την έντονη σχέση τους, η Κικί αποδείχθηκε υπερβολικά πληθωρική για τον
Μαν Ρέι. Όταν ένας καφετζής στη Νίκαια την αποκάλεσε πόρνη, αυτή τον χτύπησε
άσχημα και έτσι κατέληξε στη φυλακή. Ο δικηγόρος του Μαν Ρέι μπόρεσε να την
απελευθερώσει μόνον αφού προσκόμισε ιατρική βεβαίωση. Λίγο μετά, ο Μαν Ρέι την
εγκατάλειψε για τη μαθήτρια και προστατευομένη του στη φωτογραφική τέχνη Λι
Μίλερ. Της το ανακοίνωσε σε ένα από τα καφέ όπου σύχναζαν και μόνο μπαίνοντας
κάτω από το τραπέζι σώθηκε από τα πιάτα που του πέταγε.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1920 η Κικί πια είχε το δικό της καμπαρέ το Chez Kiki
κι ένα τραπέζι στο Le Dome ήταν μόνιμα κρατημένο στο όνομά της. Είχε αρχίσει να
ζωγραφίζει και η έκθεσή της το 1927 είχε τεράστια επιτυχία. Δυο χρόνια αργότερα
δημοσίευσε τις αναμνήσεις της “Kiki’s Memoirs”, ένα βιβλίο που έκανε πάταγο την
εποχή εκείνη και απαγορευμένο στην Αμερική μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Η Κικί ήταν διάσημη. Στα τελευταία της χρόνια, η Κικί  τραγουδούσε για τουρίστες
στα καφέ του Μονπαρνάς, προκειμένου να βρει χρήματα για τα πολυδάπανα πάθη
της, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Το 1953, στα 52 της χρόνια, κατέρρευσε και
πέθανε. Για την κηδεία της πλήρωσαν οι ιδιοκτήτες των αγαπημένων καφέ του
Μονπαρνάς.

Array